μπιρικιτλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bereketlı

  • Πλούσιος, με αφθονία αγαθών, ευλογημένος

    • -Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, ευχήθηκε ο παπάς και σήκωσε πρώτος το ποτήρι. Ας πιούμε κανένα ντμπανιάρκου. Μπιρικιτλήδες ν'άστε μπρε……
Επίσης:
μπιρικιτλίδ'κα
  • Ευχή για πολύ καρπό (βλ. και λ. «μπιρικέτ»)

μπίρλαμπιρ

Ετυμολογία: τουρκ. bir de bir = ένα και ένα

  • Ένα για μένα ένα για σένα, μεσιακά

    • -Του μαξούλ' α του πάρουμι μπίρλαμπιρ
μπίρμπα

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. berbat = αχρείος

  • Ο μάγκας, ο πονηρός

    • -Είνι μια μπίρμπα τούτους!
μπιρμπάντ'ς (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. birbante

  • Άτακτος γλεντζές, γυναικάς

μπιρμπέρ'ς (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. barbiere < λατιν. barba = γένι

  • Κουρέας

μπιρντέμ

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με την πρώτη

Βλέπε:
μπιρντέν

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με την πρώτη

  • Αμέσως

    • -Μόλις μι φουνάξαν πήγα μπιρντέν
Επίσης:
μπιρντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. perde

  • Παραπέτασμα, κουρτίνα σε πόρτα ή παράθυρο

μπισκιτζής Βλέπε:
μπισλιγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ανατρέφω, παχύνω, ταϊζω παραπάνω για να τον θρέψω

    • -Είχι τσ' ένα μπγαδέλου πούντου κουμμάκ' ζαΐφκους τσι τουν είχι μες κ' αυλή τ'ς για να τουν μπισλιγκίσ'
Επίσης:
μπισλιγκσμένους (ι)
  • Ο καλοφαγωμένος

μπισλιμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. besleme = συντήρηση, beslemek = τρέφω

  1. Το καλοταϊσμένο βόδι που το θρέφουν για να το φάνε

  2. μτφ. ο χαραμοφάης, ο τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος

μπισλιντίζου Βλέπε:
μπισμπίλια (τα)
  • Λόγια που μπορεί να προκαλέσουν ένταση, τσακωμούς κ.τ.λ., αιτίες για καυγά.

    • -Ούλου μπιζμπίλια βαζ' έιτουτους γι άθρουπους
μπίτ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ολότελα, παντελώς

μπιτζ'άκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bıcak

  • Μαχαίρι βλ. και λ. «σελάχ μπιτζ'άκ»

    • -Φέρι του μπιτζ'άκ να κόψουμι του ψουμί
μπιτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bıttı, αόρ. του bıtmek = τελειώνω, λήγω, εξαντλούμαι

  1. Τελειώνω, φέρω σε πέρας

  2. Βρίσκω, εξασφαλίζω κάτι που χρειάζομαι

    • -Μπίτ'σι η δ'λειά σ'; = έγινε η δουλειά σου;

    • -Πού του μπίτσις τούτου του μαραφέτ;
Επίσης:
μπιτόν' (του)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Δοχείο για υγρά

μπιτούνιους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ολόκληρος

    • -Τρέμου μπιτούνια! = Τρέμω ολόκληρη (από κούραση, νεύρα)
μπιτσίμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. biçim

  • Το στυλ, η κομψότητα

    • -Ντυμέν' μι του μπιτσίμ!
μπιτσκί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. biçki

  • Είδος πριονιού για κοπή κορμών δένδρων

μπιτσκιτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. biçki

  • Ο τεχνίτης που με το «μπιτσκί» (βλ. λ.) σκίζει λεύκες ή βαλανιδιές σε καντρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες

Επίσης:
μπιχιντώ ή μπιχιντίζου
  • Αποφασίζω, αρέσω, κοιτάζω και διαλέγω, προτιμώ, καταδέχομαι (η λ. από το πηχύνομαι = εναγκαλίζομαι)

    • -Ε μπιχιντά = δεν αποφασίζει, δεν αρέσει, δεν καταδέχεται

    • -Μπιχείρ'σα να του σάξου = επιχείρησα, προσπάθησα να …
μπιχτράκια (τα)
  • Φουρκέτες για τα μαλλιά των κοριτσιών

μπιχτσής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bekcı = νυχτοφύλακας δρόμου

  • Αγροφύλακας

Επίσης:
μπλαμπλάς (ι)
  • Χαζός

μπλάστρ' (του)
  • Το έμπλαστρο. Η Βαγιούδα (πρακτική ορθοπεδικός του χωριού) σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούσε ως έμπλαστρο ένα μίγμα από σαπούνι, ούζο και αυγά, σύμφωνα με μαρτυρία του γιού της Ηλία Παναγ. Βερβέρη

    • -Βάλι ένα μπλάστρ' να σ' πάρ' του πόνου.
μπλατζέτα (η)
  • Είδος γλυκού (ταψιού)

μπλέματα (τα)
  • Μπλεξίματα, εμπόδια

    • -Όργουνα του χουράφ' τσ' έβγαλα πουλλά μπλέματα (π.χ. πέτρες χωμένες, καλάμια κ.τ.λ.)
μπλές (οι)
  • Πατημασιές ζώων. Τα κόπρανα των λαγών και άλλα σημάδια με βάση τα οποία ο κυνηγός έψαχνε να βρει το λαγό.

μπλέτα (η)
  • Τσάκισμα στο ύφασμα (σε φουστάνι κ.τ.λ.)

    • -Φούστα μι μπλέτις.
μπλίκους (ι)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Φάκελος

μπλουμένου (του)
  • Το ζώο που τα σκοινιά του μπλέχτηκαν στα πόδια ή στο λαιμό του, μπερδεμένο

    • -Ήβρα του ζο μπλουμένου τσι κόντιβγι να πνιγεί
μπλούτσια (τα)
  • Πολύς κόσμος χωρισμένος σε παρέες

    • -Μπλούτσια - μπλούτσια κατιβαίνας στου παναγύρ'
μπλώνουμι
  • Διεισδύω ακάλεστος κάπου

    • -Ντα τσι μπλώνισι μεσ' τα πουδάρια μ'; = γιατί μπερδεύεσαι μέσα στα πόδια μου;
μπόγ' (του)
  1. Μπόι, ανάστημα

  2. Φούστα

    • -Ε ντρέπισι κουματέλ'; Κρίμα στου μπόγι σ'!
μπογάκ' (του)
  • υποκορ. της λ. «μπόγ'»

μπόγους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bağ = δέσμη, δέμα ροιύχων

  • Δέμα ρούχων τυλιγμένο σε μεγάλο κομμάτι υφάσματος

μπόδιου (του)
  • Εμπόδιο

μποϊντουμούζ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. boy (μπόι/μέγεθος) + domuz (γουρούνι)

  • Αποκριάτικο παιχνίδι

μποκαδούρα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. boccatura < υποκ. bocca = στόμα

  • Άνεμος που πνέει μέσα σε κόλπο ή λιμάνι

Επίσης:
μπόλ' (του)

Ετυμολογία: αρχ. Έμβολον, υποκορ. εμβόλιον > μπόλι

  1. Εμβόλιο

  2. Ενόφθαλμο κομμάτι κλαδιού με το οποίο μπολιάζουμε ένα δένδρο

  3. Ξύλινο τμήμα (προέκταση) του αλετριού

μπόλ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bol

  • Μπόλικος = άφθονος, σε ικανοποιητική ποσότητα, ευρύχωρος

    • -Βάλι μπόλ'κου λάδ'
μπόλια (η) Βλέπε:
μπόλκα (η)
  1. Είδος κουρέματος (Υπήρχαν πολλών ειδών κουρέματα, όπως:

  2. Κούτρους = κόψιμο των μαλλιών, με ψιλή μηχανή, σύρριζα, σε στυλ στρατιωτικό

  3. Μπόλκα = Όπως το πρώτο είδος αλλά μόνο περιφερειακά (όχι τα επάνω μαλλιά)

  4. Σαμαρέλ' = Όπως στην Μπόλκα αλλά πιο πολύ (άφηναν μαλλιά μόνο στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού)

  5. Γλί = Γουλί, δηλ ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα του κεφαλιού)

μπόμπα (η)
  1. Βαρέλι των 250 κιλών με τσέρκια (βλ. λ.) γύρω - γύρω για τοποθέτηση ακάθαρτου πετρελαίου

  2. μτφ. Χοντρός άνθρωπος

  3. Μεταλλικός αποθηκευτικός χώρος πεπιεσμένου αέρα για την εκκίνηση πετρελαιοκίνητης μηχανής ελαιοτριβείου (σε σχήμα βαρελιού).

μπόρους (ι)
  • Η στενή έξοδος της αρμεγόμαντρας από όπου περνούν τα πρόβατα ένα-ένα για να τα αρμέξουν.

μπόσ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boş

  1. Χαλαρός, ανεκτικός

  2. μτφ. άνθρωπος λίγο «λειψός»

    • -Άφ'σι μπόσ'κα = χαλάρωσε (π.χ. τα σχοινιά)

    • -Ήντου μπόσ'κους = ήταν άνθρωπος που έλεγε σαχλαμάρες