Ετυμολογία: τουρκ. bereketlı
shareΠλούσιος, με αφθονία αγαθών, ευλογημένος
Ετυμολογία: τουρκ. bir de bir = ένα και ένα
shareΈνα για μένα ένα για σένα, μεσιακά
Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. berbat = αχρείος
shareΟ μάγκας, ο πονηρός
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΑνατρέφω, παχύνω, ταϊζω παραπάνω για να τον θρέψω
Ετυμολογία: τουρκ. besleme = συντήρηση, beslemek = τρέφω
shareΤο καλοταϊσμένο βόδι που το θρέφουν για να το φάνε
μτφ. ο χαραμοφάης, ο τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος
Λόγια που μπορεί να προκαλέσουν ένταση, τσακωμούς κ.τ.λ., αιτίες για καυγά.
Ετυμολογία: τουρκ. bıcak
shareΜαχαίρι βλ. και λ. «σελάχ μπιτζ'άκ»
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΟλόκληρος
Ετυμολογία: τουρκ. biçki
shareΟ τεχνίτης που με το «μπιτσκί» (βλ. λ.) σκίζει λεύκες ή βαλανιδιές σε καντρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες
Αποφασίζω, αρέσω, κοιτάζω και διαλέγω, προτιμώ, καταδέχομαι (η λ. από το πηχύνομαι = εναγκαλίζομαι)
Το έμπλαστρο. Η Βαγιούδα (πρακτική ορθοπεδικός του χωριού) σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούσε ως έμπλαστρο ένα μίγμα από σαπούνι, ούζο και αυγά, σύμφωνα με μαρτυρία του γιού της Ηλία Παναγ. Βερβέρη
Μπλεξίματα, εμπόδια
Πατημασιές ζώων. Τα κόπρανα των λαγών και άλλα σημάδια με βάση τα οποία ο κυνηγός έψαχνε να βρει το λαγό.
Το ζώο που τα σκοινιά του μπλέχτηκαν στα πόδια ή στο λαιμό του, μπερδεμένο
Πολύς κόσμος χωρισμένος σε παρέες
Διεισδύω ακάλεστος κάπου
Ετυμολογία: τουρκ. bağ = δέσμη, δέμα ροιύχων
shareΔέμα ρούχων τυλιγμένο σε μεγάλο κομμάτι υφάσματος
Ετυμολογία: τουρκ. boy (μπόι/μέγεθος) + domuz (γουρούνι)
shareΑποκριάτικο παιχνίδι
Ετυμολογία: ιταλ. boccatura < υποκ. bocca = στόμα
shareΆνεμος που πνέει μέσα σε κόλπο ή λιμάνι
Ετυμολογία: αρχ. Έμβολον, υποκορ. εμβόλιον > μπόλι
shareΕμβόλιο
Ενόφθαλμο κομμάτι κλαδιού με το οποίο μπολιάζουμε ένα δένδρο
Ξύλινο τμήμα (προέκταση) του αλετριού
Ετυμολογία: τουρκ. bol
shareΜπόλικος = άφθονος, σε ικανοποιητική ποσότητα, ευρύχωρος
Είδος κουρέματος (Υπήρχαν πολλών ειδών κουρέματα, όπως:
Κούτρους = κόψιμο των μαλλιών, με ψιλή μηχανή, σύρριζα, σε στυλ στρατιωτικό
Μπόλκα = Όπως το πρώτο είδος αλλά μόνο περιφερειακά (όχι τα επάνω μαλλιά)
Σαμαρέλ' = Όπως στην Μπόλκα αλλά πιο πολύ (άφηναν μαλλιά μόνο στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού)
Γλί = Γουλί, δηλ ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα του κεφαλιού)
Βαρέλι των 250 κιλών με τσέρκια (βλ. λ.) γύρω - γύρω για τοποθέτηση ακάθαρτου πετρελαίου
μτφ. Χοντρός άνθρωπος
Μεταλλικός αποθηκευτικός χώρος πεπιεσμένου αέρα για την εκκίνηση πετρελαιοκίνητης μηχανής ελαιοτριβείου (σε σχήμα βαρελιού).
Η στενή έξοδος της αρμεγόμαντρας από όπου περνούν τα πρόβατα ένα-ένα για να τα αρμέξουν.
Ετυμολογία: τουρκ. boş
shareΧαλαρός, ανεκτικός
μτφ. άνθρωπος λίγο «λειψός»