Βρέθηκε το λήμμα
μπόσ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boş

  1. Χαλαρός, ανεκτικός

  2. μτφ. άνθρωπος λίγο «λειψός»

    • -Άφ'σι μπόσ'κα = χαλάρωσε (π.χ. τα σχοινιά)

    • -Ήντου μπόσ'κους = ήταν άνθρωπος που έλεγε σαχλαμάρες