Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. boş
Χαλαρός, ανεκτικός
μτφ. άνθρωπος λίγο «λειψός»