Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bol
Μπόλικος = άφθονος, σε ικανοποιητική ποσότητα, ευρύχωρος