Βρέθηκε το λήμμα
μπόλ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bol

  • Μπόλικος = άφθονος, σε ικανοποιητική ποσότητα, ευρύχωρος

    • -Βάλι μπόλ'κου λάδ'