μ' (αντων.)
  • μου

    • -Η μάνα μ'
μ'γιόσκατου (του)

Ετυμολογία: μύγα + σκατό

  • Περίττωμα της μύγας

μ'ζάκ' (του)
  • Το δερμάτινο μπάλωμα του παπουτσιού, η φόλα.

μ'κράτα μ' (τα)
  • Τα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν μικρός

    • -Στα μ'κράτα μ' εν έβαζα κώλου κάτου
μ'κρέλους (ι)
  • υποκορ.της λ. «μ'κρός - μικρός»

μ'λαρ (του)

Ετυμολογία: μσν. μουλάριον

  1. Μουλάρι = ημίονος

  2. μτφ. άνθρωπος πεισματάρης ή αναίσθητος

μ'λιά (η)
  • Μιλιά

    • -Στόμα έχ' τσι μ'λιά έν έχ' = είναι φιλήσυχος και ολιγόλογος άνθρωπος.
μ'λιάζου

Ετυμολογία: ιταλ. mollare

  • Μουσκεύω, διαβρέχω, μουλιάζω

    • - Πήγινα έκουβγα βιργιά, τάβαζα ξιρινόνταν, τα μούλιαζα τσ' έπλικα τα κουφίνια

    • -Μούλιασι για τα καλά = Βράχηκε για τα καλά
μ'λιασμένους (ι)
  • Μουσκεμένος, βρεγμένος

μ'λιμό
  • Στη φρ.: Εν έχ' μ'λιμό = δεν μιλιέται, είναι πολύ στενοχωρημένος ή θυμωμένος κ.τ.λ.

μ'λουναδιάτ'κα (τα)
  • Κόστος αλέσματος σε μύλο. Τα αλεστικά

μ'λουνάς (ι)
  • Μυλωνάς

μ'λώ
  • Ομιλώ

    • -Μόλις πήγι να μ'λήξ' (να μιλήσει), μουντάρσι να τουν φα!
μ'νί (του)
  • Το αιδοίο.

    • -Ι τουρισμός μας έφιρι σ'αυτή την επουχή,

    • όπου φαρδύνανε οι κώλ' τσι ξέπισι του μ'νί»

    • -Παρακαλιτό μ'νί, ξ'νό γαμίσ'!
μ'νιάκ'κου (του)
  • Μισθός ενός μηνός

μ'νίκακας (ι)
  • Αυτός που φοβάται τη γυναίκα του (μουνί+κακά = χέζεται από το φόβο του)

μ'ξιάρκου (του)
  • Μικρό παιδί (που τρέχουν οι μύξες του)

μ'σα τσι μ'σουκούτιλα
  • Επιπόλαιες δουλειές, πρόχειρες χωρίς ολοκλήρωση

μ'σή (η)
  • Μισή

μ'σόρανα (τα)
  • Μέχρι το μέσο του ουρανού δηλ. πολύ μακριά

μ'σός (ι)
  • Μισός

μ'σούδα (η)
  • Μισή (δραχμή)

    • -Άμα κουνουμούσαμε καμιά μ'σούδα τρέχαμε στου φούρνου για σιμίτ'
μ'σουκαδιάρ'κου (του)
  • Δοχείο ή μπουκάλι χωρητικότητας μισής οκάς

μ'σουκούραδους (ι)
  • Θέση παίκτη σε ομαδικό παιδικό παιχνίδι

μ'σουτσίλ' (του)
  • Το ½ του «μισάρ» (βλ. λ.)

μ'σουφέγγαρου (του)
  • Μισοφέγγαρο

μ'στάτσια (τα)
  • Τα μουστάκια

μ'στρί (του)
  • Το μυστρί

μ'τάρ' (του)
  • Μιτάρι = εξάρτημα αργαλειού

μ'ταριά (η)
  • Η κίνηση που κάνουμε με το «μ'τάρ» (βλ. λ.)

μ'τζήθρα (η)
  • Μυτζήθρα

μ'τζηθρόπ'τα (η)
  • Πίτα από μυτζήθρα

μ'τζηθρουχαλβάς (ι)
  • Χαλβάς από μυτζήθρα

μ'τζούνα (η)

Ετυμολογία: βενετ. muzona

  • Μάσκα αποκριάτικη

Επίσης:
μ'τζούνους (ι)
  • Μασκαράς

Επίσης:
μ'τζούρα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. τουρκ. mucur = καρβουνόσκονη

  1. Μουντζούρα, μαυρίλα, καπνιά, αιθάλη

    • -Έχ' μια μ'τζούρα πα στου κούτιλου τ'!
  2. μτφ. ντροπή

    • -Μας έβαλι μ'τζούρα! = Μας ντρόπιασε!
μ'χάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. muhan

  • Το φυσερό του σιδηρουργού

μαγ'λάδις (οι)
  • Παρωτίτιδα, μαγουλάδες

μαγ'τζίκια (τα)
  • Δεσίματα (μαγείας), μαγικά

μαγιασίλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mayasil

  1. Έκζεμα δέρματος, αρρώστια στοματική που προσβάλλει ζώα και ανθρώπους

  2. μτφ. ακατάσχετη φλυαρία

    • -Μαγιασίλ' έφαγις τσ' ε του σφαλείς του στόμα σ';
  3. Στον πληθ. μαγιασίλια = βρωμιές

μαγιόξ'λου (του)
  1. Κομμάτι από ξύλο που σύμφωνα με το έθιμο της Πρωτομαγιάς πρέπει να «πιάσεις» για καλή τύχη

  2. μτφ. Πέος

    • -Ε Ρήν' τόπιασις σήμιρα του μαγιόξ'λου;
μαγκάν' (του)
  • Χειροκίνητο μηχάνημα για άντληση νερού

μαγκανότις (οι) Βλέπε:
μαγκίρα (η)
  • Μεγάλο σε μέγεθος χάλκινο τουρκικό νόμισμα.

μαγκουμένους (ι)
  1. Ο στριμωγμένος

  2. μτφ. αυτός που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα

μαγκουσιάρ'ς (ι)
  • Ζαβολιάρης, μπαμπέσης

μαγκώνου
  1. Στριμώχνω

  2. μτφ. πιάνω στα πράσα, τσακώνω

    • -Γάλια - γάλια μπε, μη φουνάζιτι, τσ' α μας ακούσ' ι Μπουχλής τσ' α νέρθ' να μας μαγκώσ'!
Μάγς (ι)
  • Ο μήνας Μάιος

μαζγκαλότρυπα (η)
  • Τρύπα σε τοίχο σπιτιού από σκαλωσιά. Την άφηναν επίτηδες για να βάζουν το κλειδί της πόρτας.

μαζί μ'λούμι τσι χώρια καταλαβινόμιστι
  • Απάντηση σε κείνους που άλλα τους λες και άλλα κάνουν ή άλλα καταλαβαίνουν