Ετυμολογία: μσν. μουλάριον
shareΜουλάρι = ημίονος
μτφ. άνθρωπος πεισματάρης ή αναίσθητος
Ετυμολογία: ιταλ. mollare
shareΜουσκεύω, διαβρέχω, μουλιάζω
Το αιδοίο.
Ετυμολογία: τουρκ. τουρκ. mucur = καρβουνόσκονη
shareΜουντζούρα, μαυρίλα, καπνιά, αιθάλη
μτφ. ντροπή
Ετυμολογία: τουρκ. mayasil
shareΈκζεμα δέρματος, αρρώστια στοματική που προσβάλλει ζώα και ανθρώπους
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία
Στον πληθ. μαγιασίλια = βρωμιές
Κομμάτι από ξύλο που σύμφωνα με το έθιμο της Πρωτομαγιάς πρέπει να «πιάσεις» για καλή τύχη
μτφ. Πέος
Στριμώχνω
μτφ. πιάνω στα πράσα, τσακώνω
Τρύπα σε τοίχο σπιτιού από σκαλωσιά. Την άφηναν επίτηδες για να βάζουν το κλειδί της πόρτας.
Απάντηση σε κείνους που άλλα τους λες και άλλα κάνουν ή άλλα καταλαβαίνουν