μπόσκα
  • Καλούμα

    • -Άφ'σι μπόσκα
μπόσκου γάλα
  • Γάλα νοθευμένο με νερό

μπότζαργας (ι)
  • Μια από τις πρώτες κατασκευές για την έκθλιψη ελαιοκάρπου (στρογγυλή πέτρα με αυλάκι και προεξοχή από όπου έτρεχε το λάδι. Είχε άξονα στη μέση και μια βίδα που έσφιγγε για την έκθλιψη του πολτού του ελαιοκάρπου).

μπουγαδοκόφ'νου (του)
  • Κοφίνι για πλύσιμο ρούχων

μπουγάζ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. boğaz = φαράγγι, πορθμός

  • Θαλασσινό στενό πέρασμα

μπουγάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boğa = μη ευνουχισμένος ταύρος

  • Ταύρος

μπουγιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ boya

  • Το χρώμα

μπουγιαγκ'σμένους (ι)
  • Βαμμένος (βλ. και λ. «μπουγιαντίζου» = βάφω]

    • -Μπουγιαγκ'σμένα μαλλιά
μπουγιαντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. boyadı, αόρ. του boyamak

  • Βάφω

μπουγιατζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boyacı

  • Ελαιοχρωματιστής

μπούγιου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Όγκος μεγάλος

  2. μτφ. μεγάλη εντύπωση

    • -Έκανι μπούγιου! = μεγάλη εντύπωση
μπουγιουντρούκ' (του)
  • Οριζόντιο ξύλο που στηρίζει σκεπή, μπαλκόνι, πόρτα κ.τ.λ.

μπουγιουρντί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. buyrultu = επίσημη διαταγή, διάταγμα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

  • Έγγραφο που γνωστοποιεί τιμωρία, επιτίμηση, διαταγή

μπούγιουρουμ

Ετυμολογία: τουρκ

  • Ορίστε, περάστε

μπούγκλα (η)

Ετυμολογία: μσν. Βούκλα

  1. Κατσαρωμένη τούφα μαλλιών

  2. Κόκκινο σημάδι (ερέθισμα) στο δέρμα (από κουνούπι, αράχνη κ.τ.λ.)

Επίσης:
μπουδέλα (η)
  • Δεμένα μαζί γαϊδούρια ή άλογα για αλώνισμα, τρόπος αλωνίσματος με ζώα

μπουδίζου
  • Εμποδίζω

μπουδίζουμι
  • Εμποδίζομαι

    • -Έμ τσι γω ντιλιφτέγια ώρα μπουδίσκα
μπούζ

Ετυμολογία: τουρκ. buz

  • Κρύο, πάγος

    • -Του καρπούζ' ήντου μπούζ!
μπουζάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. boza = ποτό από κριθάρι

  • Κατακάθι (λαδιού κ.τ.λ.)

    • -Του λάδ' που πήρα έν ήντου κίπουτα, μπουζάς ήντου.
μπούζγαρους (ι)
  • Συνοφρυωμένος, αγέλαστος άνθρωπος, κρύος άνθρωπος

μπουϊλούδ'σα (η)
  • Ψηλή γυναίκα, με μπόι

μπουκαδούρα (η) Βλέπε:
μπουκάλ' (του)

Ετυμολογία: βενετ.

  • Φιάλη

μπουκαλέλ' (του)
  • υποκορ.της λ.«μπουκάλ'»

μπουκέρνου

Ετυμολογία: μσν. Μπουκάρω

  • Μπουκάρω, μπαίνω με ορμή και απροειδοποίητα

μπούκλα (η) Βλέπε:
μπουλ'μαντάς (ι) και μπουλ'μαντού (η)
  • Ο λογάς και η λογού (που λένε πολλά λόγια)

μπουλ'μές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bölme = θάλαμος

  1. Χώρισμα στο πλοίο ή σε αποθήκη με σακιά από ένα από τα 2 είδη που βρίσκονται στην αποθήκη (π.χ. σίκαλη και κριθάρι)

  2. Μονόβολο βλήμα φτιαγμένο από μολύβι. Συνήθως τον χρησιμοποιούν οι κυνηγοί για μεγάλα κυνήγια.

μπουλ'τάρ (του)
  • Κοφίνι (η λ. ίσως από το λύγος = λυγαριά)

μπούλα - μπούλα
  • Γύρω - γύρω

    • -Γύρζι μπούλα - μπούλα α ντου παλαβό
μπουλάδους (ι)
  • Χαζός, βλάκας

    • -Συ μπε είσι καλά καλά μπουλάδους.
μπουλαμάτς' (του)
  • Θόλωμα μυαλού, σκοτοδίνη

μπουλαντζές (ι)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. ή γαλλ.

  1. Είδος χτενίσματος (κόμμωση που φουσκώνει τα μαλλιά)

  2. μτφ. Ξυλοδαρμός

    • -Ας κάνου του μπουλαντζές= θα σε δείρω
μπουλαντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ. bulanmak

  • Ανακατεύομαι από στομαχική διαταραχή, ταράζομαι

    • - Ντα τσι μπουλαντίζισι;
μπουλασίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bulaşık = λάντζα, άπλυτα πιάτα

  • Δύστροπος στην παρέα και στις συναλλαγές, καυγατζής

    • -Μη του δίν'ς κιμ'σάρκου του χουράφ' στουν Αντών'. Είνι πουλύ μπουλασίκ'ς
μπουλαστίζου
  • Θυμώνω, εκνευρίζω

    • -Μη μι μπουλαστίζ'ς = μη με θυμώνεις
μπουλγούρ'

Ετυμολογία: τουρκ. bulgur

Βλέπε:
μπουλιάζου
  • Ενώνω, εμβολιάζω

μπουλντούρα (η)
  • Το σχέδιο γύρω - γύρω στα χράμια

μπουλόνιασμα (του)
  • Βελόνιασμα = Πέρασμα με βελόνι σε σπάγκο των φύλλων του καπνού

    • -Κίρντισμα τσι μπουλόνιασμα τ' καπνού
Επίσης:
μπουλουγύρα (η)
  • Ο δρόμος που παίρνει κάποιος τριγυρίζοντας σε κάποιο μέρος. Το αντίθετο της ευθείας οδού.

μπουλουγυρίζου
  • Τριγυρίζω

    • -Πού μπουλουγδυρίζ'ς τός' ώρα;
μπουλούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bölük = μέρος ενός συνόλου, λόχος

  • Μπουλούκι = ομάδα άτακτων πολεμιστών του 1821, πλήθος ασύντακτων ανθρώπων

μπουλουνιάζου Βλέπε:
μπουμένου
  • Στη φρ.:

    • -Έ μπουμένου = εμφαντική άρνηση όταν δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι
μπουμπεύγου
  • Εξευτελίζω, ρεζιλεύω

μπουμπή (ι)

Ετυμολογία: πομπή (= πανηγυρική συνοδεία) < πέμπω

  • Ψεγάδι, κατηγορία, ο μη κολακευτικός λόγος, η κοροϊδία

    • Φρ: Όποιους αφκριέτι, τ'ς μπουμπές τ' ακού (για τους ωτακουστές)
μπουμπότα (η)
  • Είδος πίτας με καλαμπόκι

μπούνια (τα)

Ετυμολογία: βενετ. bugna = τρύπες στα πλευρά του πλοίου για εκροή των νερών

  • Το πάνω μέρος, κάτι που είναι γεμάτο μέχρι πάνω (κυρίως επί σκαφών)

    • -Του καΐκ ήντου γιμάτου μι καρπούζια, ίσαμι τα μπούνια