Μια από τις πρώτες κατασκευές για την έκθλιψη ελαιοκάρπου (στρογγυλή πέτρα με αυλάκι και προεξοχή από όπου έτρεχε το λάδι. Είχε άξονα στη μέση και μια βίδα που έσφιγγε για την έκθλιψη του πολτού του ελαιοκάρπου).
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΌγκος μεγάλος
μτφ. μεγάλη εντύπωση
Ετυμολογία: τουρκ. buyrultu = επίσημη διαταγή, διάταγμα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
shareΈγγραφο που γνωστοποιεί τιμωρία, επιτίμηση, διαταγή
Ετυμολογία: τουρκ. boza = ποτό από κριθάρι
shareΚατακάθι (λαδιού κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. bölme = θάλαμος
shareΧώρισμα στο πλοίο ή σε αποθήκη με σακιά από ένα από τα 2 είδη που βρίσκονται στην αποθήκη (π.χ. σίκαλη και κριθάρι)
Μονόβολο βλήμα φτιαγμένο από μολύβι. Συνήθως τον χρησιμοποιούν οι κυνηγοί για μεγάλα κυνήγια.
Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. ή γαλλ.
shareΕίδος χτενίσματος (κόμμωση που φουσκώνει τα μαλλιά)
μτφ. Ξυλοδαρμός
Ετυμολογία: τουρκ. bulanmak
shareΑνακατεύομαι από στομαχική διαταραχή, ταράζομαι
Ετυμολογία: τουρκ. bulaşık = λάντζα, άπλυτα πιάτα
shareΔύστροπος στην παρέα και στις συναλλαγές, καυγατζής
Βελόνιασμα = Πέρασμα με βελόνι σε σπάγκο των φύλλων του καπνού
Ο δρόμος που παίρνει κάποιος τριγυρίζοντας σε κάποιο μέρος. Το αντίθετο της ευθείας οδού.
Ετυμολογία: τουρκ. bölük = μέρος ενός συνόλου, λόχος
shareΜπουλούκι = ομάδα άτακτων πολεμιστών του 1821, πλήθος ασύντακτων ανθρώπων
Ετυμολογία: πομπή (= πανηγυρική συνοδεία) < πέμπω
shareΨεγάδι, κατηγορία, ο μη κολακευτικός λόγος, η κοροϊδία
Ετυμολογία: βενετ. bugna = τρύπες στα πλευρά του πλοίου για εκροή των νερών
shareΤο πάνω μέρος, κάτι που είναι γεμάτο μέχρι πάνω (κυρίως επί σκαφών)