Βρέθηκε το λήμμα
μπιρντέν

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με την πρώτη

  • Αμέσως

    • -Μόλις μι φουνάξαν πήγα μπιρντέν
Σχετικές λέξεις
μπιρντέμ

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με την πρώτη

πιρντέν

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με τη μία