Ετυμολογία: τουρκ. bezmek
shareΑποκάμνω, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, βαριέμαι, δυσκολεύομαι, κάνω κάτι ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες και επιτυγχάνοντας τελικά το σκοπό μου
Είδος πρόχειρου φαγητού (ζύμη από αλεύρι σε σχήμα πίτας που τηγανιζόταν με λίγο λάδι)
Ετυμολογία: βενετ. beccazza
shareΜικρό αποδημητικό πτηνό. Θηρεύεται κυρίως για το νόστιμο κρέας του
Ετυμολογία: τουρκ. bekâr
shareΆγαμος, αυτός που ζει μόνος του, εργένης
Ετυμολογία: τουρκ. belalı = εριστικός, καυγατζής
shareΑυτός που δημιουργεί μπελάδες (=ενοχλήσεις, στενοχώριες)
Ετυμολογία: τουρκ. bildirmek = γνωστοποιώ
shareΞεκαθαρίζω, ξεχωρίζω, ακούω ευκρινώς, διακρίνω
Ετυμολογία: τουρκ. bilmem
shareΔεν ξέρω (απάντηση σε ερώτηση)
Ανήξερος
Ετυμολογία: τουρκ. bınmek = καβαλάω
shareΒάζω κάποιον πάνω στους ώμους μου, καβάλα
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΜείγμα ασβέστη και τσιμέντου
μτφ. κάτι πολύ σκληρό (π.χ. χώμα, τοίχος, κ.τ.λ.)
Καλός στο να καβαλάει τα άλογα, γυμναστής αλόγων. Ο καλύτερος στο χωριό μας ήταν ο Κων/νος Αλεξ. Χατζηγώγος (1903-1971)
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤσαμπαρία
Είδος λοταρίας (τυχερό παιχνίδι: Μικροί ξύλινοι αριθμημένοι, από το 1έως το 99, κύλινδροι σε σακούλι. Το έπαιζε ο Μαλιόντας, παλιός περιπτεράς του χωριού)
Μονάδα μέτρησης κέρδους σε παιδικό παιχνίδι. Πόντος σε διάφορα παιχνίδια που παίζονταν χωρίς χρηματικό αντίτιμο, κάτι άνευ αξίας
Ετυμολογία: τουρκ. bir = ένας + para = παράς (νόμισμα όπως π.χ. «δραχμή»
shareΣχεδόν τσάμπα
Ετυμολογία: τουρκ. perde
shareΕίδος κουρτίνας για παράθυρα και ανοιχτές ντουλάπες, μισάντρα (βλ. λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. bereket
shareΑφθονία αγαθών, σοδειά, ευημερία, ευλογία