μπερντάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. perdah = γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα

  1. Το κόντρα ξύρισμα

  2. μτφ. ξυλοδαρμός (συνήθως ελαφρύς)

    • Φρ: Τ' δώτσι ένα μπερντάχ'! = τον έδειρε
Επίσης:
μπερντέν
  • Αμέσως

μπερντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. perde

  • Κουρτίνα

μπέσια (τα)
  • Πάχος

    • -Στα μπέσια σ' είσι = πάχυνες
μπεστεβάν' (του)
  • Ξύλο που δένει δυο μαδέρια

μπεχλιβάν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. pehlıvan

  • Παλαιστής

μπήγου
  • μτφ. βάζω στη φρ.:

    • -Μπήγου μια φουνή = βάζω μια φωνή, φωνάζω
μπιγιάν' -μπιγιάν'
  • Διαλεχτά (Α'κατηγορίας) σύκα

μπιγιντώ

Ετυμολογία: τουρκ. beğendım αόρ. του ρ. begendırmek = αρέσω

  • Καταδέχομαι

μπιγλέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. beglerı

  • Κομπολόι

μπίζ Βλέπε:
μπιζαχτάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bezahta

  • Μέρος για χρήματα, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο

μπιζιβέγκ'ς (ι) Βλέπε:
μπιζιρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bezmek

  • Αποκάμνω, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, βαριέμαι, δυσκολεύομαι, κάνω κάτι ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες και επιτυγχάνοντας τελικά το σκοπό μου

    • -Μπιζέρσα να βρω του τυρουκουμείου τ' Λιμουνή, μ'ντά.

    • -Μπιζέρσα ίσαμι να τα ξιμπιρδέψου
μπιζιστέν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bedesten

  • Σκεπαστή, θολωτή αγορά

μπιζμπίλια
  • Ραδιουργίες, συκοφαντικά λόγια

    • -Μπισμπίλια έβαλι
μπιζντιρμές (ι)
  • Είδος πρόχειρου φαγητού (ζύμη από αλεύρι σε σχήμα πίτας που τηγανιζόταν με λίγο λάδι)

μπίζου
  • Βάζω

    • -Μπίζου μια φουνή!
μπίζουμι
  • (ρ) Ζορίζομαι

    • -Μπίζουμι να τιλιώσου
μπικάτσα (η)

Ετυμολογία: βενετ. beccazza

  • Μικρό αποδημητικό πτηνό. Θηρεύεται κυρίως για το νόστιμο κρέας του

μπικιάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bekâr

  • Άγαμος, αυτός που ζει μόνος του, εργένης

    • -Πόμνι μπικιάρ'ς = έμεινε άγαμος
μπικίζου Βλέπε:
μπικρής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bekrı

  • Μέθυσος, φίλος των ποτών

μπικρόλακας (ι)
  • Μέθυσος (σε υπερθετικό βαθμό)

μπίκσι
  • Έγινε

    • -Μπίκσι η δ'λειά σ'; = έγινε η δουλειά σου;
μπικτσής (ι) Βλέπε:
μπιλαλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. belalı = εριστικός, καυγατζής

  • Αυτός που δημιουργεί μπελάδες (=ενοχλήσεις, στενοχώριες)

μπιλαντέρ (του)

Ετυμολογία: περσ.

  • Ο αδελφικός φίλος

μπιλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ενόχληση, στενοχώρια, φασαρία, ο μπελάς

μπιλέμ (άκλ.)

Ετυμολογία: τουρκ. bile

  • Και βάλε

    • -Πόσου μπε τ' αγόρασις; Ένα δικάρ';

    • -Μπιλέμ!
μπιλετζίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Βραχιόλι

μπιλί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. belli

  • Σίγουρο

    • -Έν είνι μπιλί= δεν είναι σίγουρο
μπιλιγκίζου
  • Ασχολούμε με κάτι, καταφέρνω κάτι

    • -Α μπιλιγκίσουμι κίπουτα; = Θα κάνουμε κάτι;
μπιλιντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bildirmek = γνωστοποιώ

  • Ξεκαθαρίζω, ξεχωρίζω, ακούω ευκρινώς, διακρίνω

    • -Άμα έφταξα σκη Φόν'σσα, μπιλιτίζαν γι' φουνές παστρικά
μπιλμέμ

Ετυμολογία: τουρκ. bilmem

  1. Δεν ξέρω (απάντηση σε ερώτηση)

    • -Τουν ξέρ'ς τούτου τουν άθρουπου;

    • -Μπιλμέμ = δεν τον ξέρω
  2. Ανήξερος

    • -Μη φτάν'ς (κάνεις) του μπιλμέμ = τον ανήξερο
μπιλούρ (επίρρ.)
  • Φρ: μπιλούρ τα ποίτσις = τα έκανες θάλασσα

μπιμπέτς' (του)
  • Έντομο, μικρό ζωύφιο

    • -Γέμσι ι κόσμους μπιμπέτσια.

    • -Κακό μπιμπέτσ' μι δάγκασι!
μπιμπίλα (η)
  • Το τελείωμα του ρούχου, η δαντέλα

μπινί (του)
  • Στήριγμα κουφωμάτων.

μπίνια

Ετυμολογία: τουρκ. bınmek = καβαλάω

  • Βάζω κάποιον πάνω στους ώμους μου, καβάλα

    • -Κάντου μπε μπίνια του μουρό να σταμακήσ' του κλιάμα!
μπινιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Μείγμα ασβέστη και τσιμέντου

  2. μτφ. κάτι πολύ σκληρό (π.χ. χώμα, τοίχος, κ.τ.λ.)

μπινιτζής (ι)
  • Καλός στο να καβαλάει τα άλογα, γυμναστής αλόγων. Ο καλύτερος στο χωριό μας ήταν ο Κων/νος Αλεξ. Χατζηγώγος (1903-1971)

μπινταχαβάς

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τσαμπαρία

    • - Αφού ε τ'ς αγαπάς τ'ς πουρτουκαλάδις, ντα τσι κ' ήπιες;

    • - Ε, ντα, μπινταχαβάς ήντου!
μπιντέλι - μπίρ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Αμφίβολο αν θα γίνει. Άγνωστο. Στα χίλια να γίνει ένα

μπιντίνια (τα)
  • Είδος λοταρίας (τυχερό παιχνίδι: Μικροί ξύλινοι αριθμημένοι, από το 1έως το 99, κύλινδροι σε σακούλι. Το έπαιζε ο Μαλιόντας, παλιός περιπτεράς του χωριού)

μπιντούδα (η)
  • Μονάδα μέτρησης κέρδους σε παιδικό παιχνίδι. Πόντος σε διάφορα παιχνίδια που παίζονταν χωρίς χρηματικό αντίτιμο, κάτι άνευ αξίας

    • -Έχου πιο πουλλές μπιντούδις.

    • -Ε φαντάζουμι να παίζιτι παράδις; -Όχ μπε, μπιντούδις παίζουμι.

    • -Είπαμι να μ'λήξουμι σουβαρά. Ντα, μπιντούδις α λέμι; (ή α φτάνουμι;)
Επίσης:
μπιρ παρά

Ετυμολογία: τουρκ. bir = ένας + para = παράς (νόμισμα όπως π.χ. «δραχμή»

  • Σχεδόν τσάμπα

    • -Πήρι τουν αραμπά μπιρ παρά!
μπιρδές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. perde

  • Είδος κουρτίνας για παράθυρα και ανοιχτές ντουλάπες, μισάντρα (βλ. λ.)

    • - Ήντου κρυμμένους τσι λόγιαζι πίσου απ' του μπιρδέ
μπιρές (ι)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Είδος σκούφου

μπιρικέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bereket

  • Αφθονία αγαθών, σοδειά, ευημερία, ευλογία

    • -Είχι πουλύ μαξούλ' φέτους, μπιρικέτ!
Επίσης: