Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. Έμβολον, υποκορ. εμβόλιον > μπόλι
Εμβόλιο
Ενόφθαλμο κομμάτι κλαδιού με το οποίο μπολιάζουμε ένα δένδρο
Ξύλινο τμήμα (προέκταση) του αλετριού