Βρέθηκε το λήμμα
μπόλ' (του)

Ετυμολογία: αρχ. Έμβολον, υποκορ. εμβόλιον > μπόλι

  1. Εμβόλιο

  2. Ενόφθαλμο κομμάτι κλαδιού με το οποίο μπολιάζουμε ένα δένδρο

  3. Ξύλινο τμήμα (προέκταση) του αλετριού