Ρίχνω κάτω με τη φάτσα προς το έδαφος ή πέφτω μπρούμυτα.
Ετυμολογία: μσν. μπροστέλα (=προφυλακή) + έλα (κατάλ.)
shareΗ ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (μπακάληδες, καφετζήδες κ.τ.λ.
Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι
Μπροστινός, που βρίσκεται μπροστά
Γάλα που προστίθεται μετά την αφαίρεση της «μπακαθούρας» (βλ. λ.), για την παραγωγή της «μ'τζήθρας» (βλ. λ.)
Συνεργασία επαγγελματική
Γεύση δυσάρεστη σε τυρί που το καθιστά ακατάλληλο για βρώση.
Ετυμολογία: οίστρος (= είδος δίπτερου εντόμου που ερεθίζει)
shareΚάλυμμα των ρουθουνιών μερικών ζώων για την προφύλαξή τους από τις μύγες
Μύτη
Μικρό παιδί (που ακόμα τρέχουν οι μύξες του)
μτφ. Πρόσωπο που σιχαίνεται κανείς να βλέπει ή να συναναστρέφεται.
μτφ. ο μεζές, π.χ. στη φράση:
Ετυμολογία: μύτους < μύτη < αρχ. Μύτις
shareΧτύπημα της ποδοσφαιρικής μπάλας με τη μύτη του παπουτσιού