Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. besleme = συντήρηση, beslemek = τρέφω
Το καλοταϊσμένο βόδι που το θρέφουν για να το φάνε
μτφ. ο χαραμοφάης, ο τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος