Βρέθηκε το λήμμα
μπισλιμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. besleme = συντήρηση, beslemek = τρέφω

  1. Το καλοταϊσμένο βόδι που το θρέφουν για να το φάνε

  2. μτφ. ο χαραμοφάης, ο τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος