Βρέθηκε το λήμμα
μπιτούνιους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ολόκληρος

    • -Τρέμου μπιτούνια! = Τρέμω ολόκληρη (από κούραση, νεύρα)