Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bıcak
Μαχαίρι βλ. και λ. «σελάχ μπιτζ'άκ»