Βρέθηκε το λήμμα
μπιτζ'άκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bıcak

  • Μαχαίρι βλ. και λ. «σελάχ μπιτζ'άκ»

    • -Φέρι του μπιτζ'άκ να κόψουμι του ψουμί