Βρέθηκε το λήμμα
μπλουμένου (του)
  • Το ζώο που τα σκοινιά του μπλέχτηκαν στα πόδια ή στο λαιμό του, μπερδεμένο

    • -Ήβρα του ζο μπλουμένου τσι κόντιβγι να πνιγεί