Βρέθηκε το λήμμα
μπιρικιτλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bereketlı

  • Πλούσιος, με αφθονία αγαθών, ευλογημένος

    • -Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, ευχήθηκε ο παπάς και σήκωσε πρώτος το ποτήρι. Ας πιούμε κανένα ντμπανιάρκου. Μπιρικιτλήδες ν'άστε μπρε……
Σχετικές λέξεις
μπερεκετλής