Βρέθηκε το λήμμα
μπερντάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. perdah = γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα

  1. Το κόντρα ξύρισμα

  2. μτφ. ξυλοδαρμός (συνήθως ελαφρύς)

    • Φρ: Τ' δώτσι ένα μπερντάχ'! = τον έδειρε
Σχετικές λέξεις
μπιρντάχ'
περντάχ' (του)
πιρντάχ'