Βρέθηκε το λήμμα
μπισλιγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ανατρέφω, παχύνω, ταϊζω παραπάνω για να τον θρέψω

    • -Είχι τσ' ένα μπγαδέλου πούντου κουμμάκ' ζαΐφκους τσι τουν είχι μες κ' αυλή τ'ς για να τουν μπισλιγκίσ'
Σχετικές λέξεις
μπισλιντίζου