Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bıttı, αόρ. του bıtmek = τελειώνω, λήγω, εξαντλούμαι
Τελειώνω, φέρω σε πέρας
Βρίσκω, εξασφαλίζω κάτι που χρειάζομαι