Βρέθηκε το λήμμα
μπιτσκιτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. biçki

  • Ο τεχνίτης που με το «μπιτσκί» (βλ. λ.) σκίζει λεύκες ή βαλανιδιές σε καντρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες

Σχετικές λέξεις
μπισκιτζής