Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ. boccatura < υποκ. bocca = στόμα
Άνεμος που πνέει μέσα σε κόλπο ή λιμάνι