Βρέθηκε το λήμμα
μποκαδούρα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. boccatura < υποκ. bocca = στόμα

  • Άνεμος που πνέει μέσα σε κόλπο ή λιμάνι

Σχετικές λέξεις
μπουκαδούρα (η)