Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. biçki
Ο τεχνίτης που με το «μπιτσκί» (βλ. λ.) σκίζει λεύκες ή βαλανιδιές σε καντρόνια, σανίδες ή μουραλιάνες