Τυχαία λέξη

πουρπατώ

Ετυμολογία: αρχ. περιπατώ

  • Περπατώ

    • -Άιντι μουρά μ' πουρπατούτι τσι μη ξ'λουνόστι τσ' έχουμι πουλύ δρόμου ακόμα