Τυχαία λέξη

νταρνταχόσ' (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Άνω - κάτω, Πολλά κομμάτια

    • -Του χαλάζ' έκανι κη στσιπή νταρνταχόσ'!