Βρέθηκε το λήμμα
μπιτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bıttı, αόρ. του bıtmek = τελειώνω, λήγω, εξαντλούμαι

  1. Τελειώνω, φέρω σε πέρας

  2. Βρίσκω, εξασφαλίζω κάτι που χρειάζομαι

    • -Μπίτ'σι η δ'λειά σ'; = έγινε η δουλειά σου;

    • -Πού του μπίτσις τούτου του μαραφέτ;
Σχετικές λέξεις
μπικίζου