Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Ανατρέφω, παχύνω, ταϊζω παραπάνω για να τον θρέψω