Το γ στο τέλος των λέξεων των οποίων αποκόπηκε το ι ή ει προφέρεται όπως στη συλλαβή για.
απουφάγ'
ζ'λεύγ'ς
λέγ'
Στα φωνηεντόληκτα ρήματα, στο β' και γ' πρόσωπο αναπτύσσεται μεταξύ του θέματος και της κατάληξης το γ, που προφέρεται όπως και προηγουμένως.
δ'λεύγ'ς (δουλεύεις)
δ'λεύγ' (δουλεύει)
Το ζ πριν απ' τα φωνήεντα α, ο, ω προφέρεται κανονικά. Π.χ. ζόρ', ζα
Πριν απ' τα η, υ και πριν από σύμφωνο, προ του οποίου υπήρχε φωνήεν που αποκόπηκε, προφέρεται παχύ, όπως το γαλλικό j.
ζημιά
ζύγ'
ζ'μουσιά (ζυμωσιά)
Σημ: Στο ρήμα ζω προφέρεται παχύ (ζιώ) για να διακρίνεται από το ζο (ζώον).
Το λ προφέρεται όπως στη συλλαβή λια (δηλ. παχύ):
μουρέλ' (μικρό μωρό)
αλ'φή (αλοιφή)
Αντίθετα όταν προηγείται φωνήεντος που υπέστη μετατροπή τότε διατηρεί τη λεπτή προφορά.
λιμός (λαιμός)
Το ν προφέρεται όπως στη συλλαβή νιά (δηλ. παχύ):
μπαίν'ς
μπαίν'
αξίν' (γεωργικό εργαλείο)
Στις άλλες περιπτώσεις προφέρεται ν υπερωικό, όπως στη λέξη νικρός (νεκρός).
γνέθου
γνουρίζου
νιρό
Το ξ στην αρχή λέξης και πριν απ' τα φωνήεντα α, ε, ο προφέρεται κανονικά όπως το κσ.
ξαφρίζου
ξόμπλ
ξόρκ
ξ (ε) ικουμπίζουμι
Πριν από σύμφωνο και το υ προφέρεται όπως το kch.
ξτέλ'
ξτέρ'
ξύλου
ξ'λώνουμι
ξ'λουκάν'ς
ξ'λουχέρ'ς (ξυλοχέρης, αδέξιος)
Το ξ που προφέρεται απ' την ένωση χ+σ στις λέξεις που αρχίζουν από χρι προφέρεται επίσης ως kch.
Ξ'τός (Χριστός)
ξ'τιανός (χριστιανός)
Το ξ στο τέλος του αορίστου ρημάτων προφέρεται παχύ ως kch.
πιτάξ'
κράξ'
φουνάξ'
Τα αρχικό π, προφέρεται ως μπ (b) και σε άλλες λέξεις.
σα που ξέρ'ς = σα μπου ξέρ'ς
απ' κ' πείνα = απ' κ' μπείνα
Το ρ πριν από το ι προφέρεται παχύ
άκρια
αζγαριά
χουριό
Το σ πριν απ'τα φωνήεντα α, ε, ο διατηρεί τη συριστική προφορά του (δηλ ακούγεται σαν σφύριγμα).
σαπούν'
σέκους
σόγ'
Το σ προφέρεται ως ch
ίσακατου
ίσαπάνου
ίσαπερα
σ'μαζώνου
σ'νεικάζου
σ'χαντός
σ'τάρ
βασ'λές
Το σ της πρόθεσης συν πριν απ' τα σύμφωνα σ, γ, δ, κ, π, τ προφέρεται όπως το γαλλικό j.
σ'μπέθιρους
σ'νουμήλικους
σ'νουνόματους
Το τζ προφέρεται άλλοτε ως παχύ και αλλού λεπτότερο.
τζάμ' (παχύ)
τζίμπλα (λεπτό)
Το τσ προφέρεται άλλοτε ως παχύ και αλλού λεπτότερο.
Τσουμάκ' (παχύ)
τσουγλάν'(λεπτό)
Το ψ πριν απ' τα φωνήεντα α, ε, ο προφέρεται ως πσ.
ψαλτ'κό
ψάρ'
ψέφκ'ς
ψόφους
Πριν απ' το φθόγγο ι και πριν από σύμφωνο, προ του οποίου υπήρχε φωνήεν που αποκόπηκε, προφέρεται ως πch.
ψιακώνου
ψισνός
ψ'τάδ'
ψ'λουρουτώ
γω
συ
φτός
απαφτένιους (τέτοιος)
τούτους, τούτουνας, έφτους, έιτικιους, έιτουτους, έιτσεινους, έτικια, έτικιου, τσείνους, τσείνουνας (αυτός, εκείνος)
τούκ', τούκινια, φκή, , έιτουκ' έιτσεινια, έιτσειν', τσείν' (αυτή, εκείνη)
τούτου, τούτουνα , φτό, έφτου, έιτουτου, έιτσεινου, τσείνου
ενικός: μ', σ', τ', τ'ς (μου, σου, του, της)
πληθυντικός: μας, σας, τουν (μας, σας, τους)
ενικός: θ'κός μ', θ'κή μ', θ'κό μ'
πληθυντικός: θ'κοί μας, θ'κές μας, θ'κά μας
όγιους, όγια, όγιου (όποιος, -α, -ο)
όποιους, όποια, όποιου
ατός (ο ίδιος)
κι (τι)
ντα (τι)
ποιος (ποιανού -ής- ών)
σάματι ή σάματις (μήπως)
σάμκιμ (σάμπως, μήπως, τάχα, δήθεν)
γκιστιρμέ (παράκαμψη δρόμου για συντόμευση απόστασης)
έιδου, έιδουνα, έιδουχαμ', έινα (εδώ)
έφτου (αυτού)
έφνα (εκεί πέρα)
έιτσει
κατάγιαλα (κοντά στη θάλασσα)
κατάκαρσι (εντελώς απέναντι)
καταμισί (στη μέση)
όπ, πα (πάνω)
πίζιρβα (παράμερα, απόμερα)
πούβιτα
ίσα πέρα (- μέσα, - πάνου, -κάτου)
τέρα-τέρα (άκρη-άκρη)
αντίπρουψες (το βράδι της προχθεσινής μέρας)
απισπιρού (από το προηγούμενο βράδι)
δανά (τώρα)
εϊτότις, έιτουτι (τότε)
μάνι-μάνι (γρήγορα),
μπερντέν ή μπιρντέν (αμέσως)
μπρουχού (πριν)
ξώλαμπρα (μετά το Πάσχα),
όπιτι, όπιτι-τσιαπότι (κάποτε)
πέρ'σ' (πέρυσι)
πισπιρού (από βραδύς)
πόταχι (πριν από λίγη ώρα)
πού τσ' ανάρια (σπανίως)
πουτές
πότι, πότι-πότι
πριχού, προυτού
πρώμα (πρώιμα)
προμερώθι (πριν από μέρες)
σικί-σικί (με βιασύνη, γρήγορα)
ταπουλιώρας (πριν από λίγο, μόλις)
ταχιά (αύριο), ταχτέρ (πρωί)
τζέγκ'κα (αργά τη νύχτα, νυχτιάτικα)
τσιόλας
ουλουχρουνίς
χτε (χθές)
α (σαν)
αψ'ά (δυνατά)
απίκου (σε ετοιμότητα)
άξ'παντα (ξαφνικά)
αρκφά (κρυφά)
έιτικινια ή έτικια ή έτικιας ή έτικινια ή έτσινας (έτσι)
κίλουγια,
μουνουκουπανιά (με μιας)
νάτικια (έτσι)
ναι τσι σόν' (ντε και καλά, οπωσδήποτε)
όκ'λουγιώ (όπως)
ίσα-ίσα
αλλιώκ'κα
ξώφαλτσα
όρτσιλόγ' (επίτηδες)
πιταυτού (επίτηδες)
σαπ (όπως π.χ όπως τα είπαμε)
σόν τσι καλά (οπωσδήποτε)
σπόρτκα (δύσκολα)
τανάστσιλα (ύπτια)
τερεφίμ (σιγά σιγά)
τσαμπούκ-τσαμπούκ (στα γρήγορα)
καθιόλ'
κουμμάκ'
απάνου-κάτου
όσου-όσου
μντά (ναι, βέβαια)
αφερίμ (μπράβο)
ιφ (ναι, βέβαια)
ταμάμ (εντάξει)
τάχατις (άραγε, δήθεν)
ε (δεν)
ό (όχι)
τσου (όχι)
Ηχ
ιγιού
γιού-γιού-γιού
γιό
να (με παρατεταμένο το α)
νταγιανάμαντιμ (φτάνει, δεν αντέχω άλλο)
ουριάτ (όπως ουστ)
πούλ'-πούλ'-πούλ' (κάλεσμα πουλερικών)
Το αρσενικό άρθρο ο εκφέρεται ως ι (όχι η, θηλυκό)
ι Γιώργ'ς
ι μπάρμπας μ'
Αν όμως η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν το άρθρο εκφέρεται ως j
jάθρουπους (γι άθρουπους)
jαθρώπ' (γ' αθρώπ')
jαλιπού (γ' αλιπού)
Η γενική του αρσενικού άρθρου αντί του συνήθως εκφέρεται ως τι
τι Μ'χάλ' του μ'λάρ'
Συνηθέστερη είναι η κατάληξη -ελ' (παχύ λ)
π'λέλ'
μουρέλ'
κουρ'τσέλ'
Η κατάληση του ουδετέρου της κοινής -άδι αποκόπτεται σε -άδ'
κατσκάδ'
παρτσ'άδ'
Επίσης καταλήξεις -ούδα και -ούλα
μαυρούδα
κατσκαδούλα
Αλλοιώσεις στο θέμα και στην κατάληξη ρηματικών τύπων
κάτι (κάθεται), κάτσι (κάθισε), καθούστι (κάθεστε), καθούντι (κάθονται)
βρισκόστι (βρίσκεστε)
π'δώ (πηδώ), πήδ'ξα (πήδησα)
μπουρώ, (μπορώ), μπόρισα (μπόρεσα)
Φωνήεν που αποβάλλεται στον ενεστώτα στον παρατατικό και αόριστο τονίζεται και αποκαθίσταται.
ενεστώτας: αρκ'δίζου (προχωρώ στα τέσσερα)
παρατατικός: αρκούδ'ζα
Τονιζόμενη συλλαβή που χάνει τον τόνο της στον παρατατικό και αόριστο μετατρέπει το ε (αι) σε ι και το ο (ω) σε ου.
ενεστώτας: θέλου (θέλω)
παρατατικός: ήθιλα
Το αντίθετο συμβαίνει σε μη τονιζόμενη συλλαβή που αποκτά τόνο στον παρατατικό και αόριστο.
ενεστώτας: πουνώ (πονώ)
αόριστος: πόνισα
Το τ στο γ' ενικό και πληθ. πρόσωπο του παρατατικού του ρήματος είμαι προφέρεται ως ντ (d).
ήντου (ήταν)
Στο ρήμα ζω προφέρεται παχύ (ζιώ) για να διακρίνεται από το ζο (ζώον).
Το ν προφέρεται όπως στη συλλαβή νια στο τέλος του β' και γ' ενικού προσώπου των ρημάτων.
μπαίν'ς
μπαίν'
Το ξ στο τέλος του αορίστου ρημάτων προφέρεται παχύ ως kch.
πιτάξ'
κράξ'
φουνάξ'
Στα ρήματα που αρχίζουν από π και έχουν πριν απ' αυτά αντικείμενο το κ' (δηλ το τ' [την, αυτήν]) ή πριν υπάρχει λέξη που λήγει σε ν, το π προφέρεται ως μπ (b).
κ' πήρα (την πήρα) → κ' μπήρα
Τα σ και ζ μετατρέπονται σε ημίφωνο j στην κατάληξη του ρήματος (όπου το j ισοδυναμεί με συρρικνωμένη συλλαβή).
παίjς (παίζεις)
μάjσα (μάσησα)
Τα π+σ μεατατρέπονται σε ψ.
ψτεύγου (πιστεύω)
Τα παροξύτονα ρήματα λήγουν σε –ου, τα οξύτονα σε –ω.
βουλιάζου
καματσιάζου
β'λώ
β'τώ (βουτώ)
Το μη τονιζόμενο ω μετατρέπεται σε ου.
θέλου (θέλω)
γράφου (γράφω)
Τα ρήματα με κατάληξη -εύω αναπτύσσουν ένα καταχρηστικό γ στον ενεστώτα που δεν διατηρείται στους άλλους χρόνους.
ενεστώτας: δ'λεύ-γου, δ'λεύγς (δουλέυω, δουλεύεις)
αόριστος: δούλιψα
Το ημίφωνο παχύ γ (j) χρησιμοποιείται συχνά στο β' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα των ρημάτων σε -ζω που φωνητικά μπορεί να συμπέσει με τον αντίστοιχο τύπο άλλου ρήματος σε -σω του στιγμιαίου μέλλοντα.
παίγς (παίζεις του ρ. παίζω)
πέγς (πέσεις του ρ. πέφτω)