Το μωρό που πρωτοστέκει όρθιο.
Ειρωνικά για μεγάλους, που στέκονται όρθιοι άσκοπα.
Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. terbiye = διαγωγή
shareΦινέτσα, μεράκι που εκδηλώνεται στα έργα κάποιου
Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. terbiye = διαγωγή
shareΦινετσάτο, εκλεκτικό
Ετυμολογία: τουρκ. dert
shareΝτέρτι, καημός,στενοχώρια, μεράκι
Στη φρ. «Σα ντιγ'μιντέ» = Μάλλον απίθανο
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚορμός μικρής ηλικίας ελαιόδενδρου με τις ρίζες του για μεταφύτευση
Ετυμολογία: τουρκ. edepsız = ανάγωγος
shareΟ δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος άνθρωπος
Είδος σταφυλιού με μικρές ρώγες, προερχόμενο από το νησί Τένεδο.
Ετυμολογία: τουρκ. dırek = μακρύ και χοντρό στήριγμα από ξύλοή από μέταλλο
shareΟ ψηλός άνδρας
Ετυμολογία: τουρκ. dirlik = ζωή, υγεία, ύπαρξη, ευτυχία
shareΤρώω μεγάλη ποσότητα, μπουχτίζω από φαγητό
Ετυμολογία: τουρκ. edepsiz = ανάγωγος
shareΓρουσούζικα, απεχθή λόγια
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΟ δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος, ο αδιάντροπος άνθρωπος
μτφ. ο γυναικάς, ο ερωτιάρης, αυτός που έχει συνέχεια στο μυαλό του τις γυναίκες
Ο άτιμος, ο αφιλότιμος
Ο μπελάς, ο βασανιστικός
Ετυμολογία: αρχ. τυκάνη = εργαλείο για αλώνισμα
shareΓεωργικό εργαλείο αλωνίσματος (πλατύ, γύρω στους 70 πόντους, μακρύ, κάπου δύο μέτρα, με ελαφρά γυριστό προς τα πάνω το ένα άκρο, σαν πέδιλο του σκι. Χοντρό 7-8 πόντους κι' από κάτω μπηγμένες κοφτερές χαλικόπετρες. Το έσερναν ζώα και επάνω πατούσε ο αλωνιστής, για να δημιουργεί βάρος, και έτσι θρυμματίζονταν τα στάχυα πιο γρήγορα και πιο στρωτά)
Ετυμολογία: τουρκ. doğru = κατευθείαν, ίσια, χωρίς περιστροφές
shareΞεκινώ αποφασισμένος
Ετυμολογία: τουρκ. düzen
shareΤάξη, σειρά, αλφαδιά
μτφ. ομορφιά, κέφια (στον πληθ. ντουζένια)
Ετυμολογία: τουρκ. düzenmek = διορθώνω
shareΦέρνω σε ρέγουλο, τακτοποιώ
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚαταπιάνομαι, ξεκινώ π.χ. μια δουλειά με ενθουσιασμό