ντεν-ντεν
  • Μικρά λουλουδάκια αγρού

ντέντα (η)
  • Είδος πανιού ιστιοφόρου

ντέντρ' Βλέπε:
ντέντρα
  1. Το μωρό που πρωτοστέκει όρθιο.

    • -Έκανι σήμιρα ντέντρα του μουρέλι μ'!
  2. Ειρωνικά για μεγάλους, που στέκονται όρθιοι άσκοπα.

ντεπηγιέκ' (του)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. terbiye = διαγωγή

  • Φινέτσα, μεράκι που εκδηλώνεται στα έργα κάποιου

ντεπηγιετλίδκου (του)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. terbiye = διαγωγή

  • Φινετσάτο, εκλεκτικό

    • - Έμ απού μ'κρός μουρό μ' ήσ' (ήσουν) παστρικό τσι ντεπηγιετλίδκου
ντέρκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dert

  • Ντέρτι, καημός,στενοχώρια, μεράκι

    • -Άι μπρε, λόγιαζι κη δ'λειάς τσ' άσι μι ήσυχ' τσι στου ντέρκι μ'
ντερμάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. derman = δύναμη, θεραπεία, φάρμακο

  • Ξύλο που ενισχύει

ντέφι μπιλά
  • Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Παράτα με, μη με βάζεις σε μπελάδες.

ντζέικα
  • βλ. λ. «τζέκ'κα»

ντιβίνου (του)
  • Οινόπνευμα

ντιγ'μιντέ (άκλ.)
  • Στη φρ. «Σα ντιγ'μιντέ» = Μάλλον απίθανο

    • -Ε πως τα λες; Α ντα καταφέρ;

    • -Σα ντιγ'μιντέ = Μάλλον απίθανο
ντιζγιάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tesyak

Βλέπε:
ντικμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κορμός μικρής ηλικίας ελαιόδενδρου με τις ρίζες του για μεταφύτευση

ντικουντίνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Συνεχώς, εξακολουθητικά

ντιλάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tellâl

  • Ντελάλης, τελάλης

ντιλβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. telve

  • Το κατακάθι του καφέ

ντιλιφτέγια
  • Τελευταία

    • -Έμ τσι γω ντιλιφτέγια ώρα μπουδίσκα (εμποδίστηκα, δεν μπόρεσα)
ντιμέκ'

Ετυμολογία: τουρκ. demek = σημαίνει

  • Ώστε, δηλαδή

    • -Ήρθις ντιμέκ = ώστε ήρθες
ντιμιρτζής (ι) Βλέπε:
ντιμπέλ'ς (ι) Βλέπε:
ντιμπισίρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κιμωλία

ντιμπσίγς'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. edepsız = ανάγωγος

  • Ο δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος άνθρωπος

    • -Ντιμπσίζκου μουρό = δύστροπο, ανάποδο παιδί
ντινιδιό (του)
  • Είδος σταφυλιού με μικρές ρώγες, προερχόμενο από το νησί Τένεδο.

    • -Τα ντινιδιά τα τρυγίσαμι!
ντιπ

Ετυμολογία: τουρκ. dıp = πάτος, κατώτατο σημείο

  • Άχρηστα φύλλα φυντανιού καπνού

ντιπ καταντίπ

Ετυμολογία: τουρκ. dıp = πάτος, κατώτατο σημείο

  • Τελείως, ολότελα

ντίπτιρι
  • Πολύ γρήγορα, αμέσως

ντιρέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dırek = μακρύ και χοντρό στήριγμα από ξύλοή από μέταλλο

  • Ο ψηλός άνδρας

    • -Ήντου ένα ντιρέκ' μέχρι έφτου πάνου!
ντιρέμπεγς (ι)
  • Άνθρωπος αυστηρός και κακότροπος

ντιρές (ι)
  • Χαράδρα

ντιρλικώνου

Ετυμολογία: τουρκ. dirlik = ζωή, υγεία, ύπαρξη, ευτυχία

  • Τρώω μεγάλη ποσότητα, μπουχτίζω από φαγητό

ντιρσέκ' Βλέπε:
ντισ'λιντίζου
  • Πελεκώ, δίνω σχήμα σε πέτρα

ντιψίζ'κα (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. edepsiz = ανάγωγος

  • Γρουσούζικα, απεχθή λόγια

    • -Τα σχινόντι έιτουτα τα ντιψίζ'κα
ντιψίζ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ο δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος, ο αδιάντροπος άνθρωπος

  2. μτφ. ο γυναικάς, ο ερωτιάρης, αυτός που έχει συνέχεια στο μυαλό του τις γυναίκες

ντλούμπα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. tulumba

  • Αντλία υγρών

ντμπανέλ' (του)
  • Μικρό τύμπανο (νταβούλ')

ντμπανιάρ'ς (ι)
  1. Ο άτιμος, ο αφιλότιμος

    • -Α του ντπανιάρ', έκανι πάλι κη κατσπουδιά τ'
  2. Ο μπελάς, ο βασανιστικός

    • -Κόψ' του πλιά του ντμπανιάρκου του ρατσί
ντόλια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Οι απόγονοι, τα νεογνά κυρίως θηλαστικών

ντομούζ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. domuz

  • Γουρούνι

ντουβάρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. duvar

  • Τοίχος

ντουγέν' (του)

Ετυμολογία: αρχ. τυκάνη = εργαλείο για αλώνισμα

  • Γεωργικό εργαλείο αλωνίσματος (πλατύ, γύρω στους 70 πόντους, μακρύ, κάπου δύο μέτρα, με ελαφρά γυριστό προς τα πάνω το ένα άκρο, σαν πέδιλο του σκι. Χοντρό 7-8 πόντους κι' από κάτω μπηγμένες κοφτερές χαλικόπετρες. Το έσερναν ζώα και επάνω πατούσε ο αλωνιστής, για να δημιουργεί βάρος, και έτσι θρυμματίζονταν τα στάχυα πιο γρήγορα και πιο στρωτά)

    • -Έλα μπε Γιώργ' να κάτσ'ς κουμμάκ' πα στου ντουγέν' να γυρίσου τ' αλών'…….

    • -Μόλις κάτσι πα στο ντουγέν' πήρε του τζέντρ' τσι τ'ς ζιπιές στα χέρια. Τζιέκσι του ένα βόδ' τ' δίν' μια κλουτσιά του βόδ', τουν πέταξι μεσ' τ' αλών'
Επίσης:
ντουγραμάς (ι)
  • Μακρινάρι ξύλο ή μια φέτα από ξύλο

ντουγρουγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. doğru = κατευθείαν, ίσια, χωρίς περιστροφές

  • Ξεκινώ αποφασισμένος

ντουζέν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. düzen

  1. Τάξη, σειρά, αλφαδιά

    • -Μόλις τάβαλα στου ντουζέν' χάλασι η δ'λειά!
  2. μτφ. ομορφιά, κέφια (στον πληθ. ντουζένια)

    • -Τι ντουζένια είνι τούτα, ε Γιώργ'! = τι ομορφιές

    • -Είνι στα ντουζένια τ' = είναι στα κέφια του
ντουζινιάρου

Ετυμολογία: τουρκ. düzenmek = διορθώνω

  • Φέρνω σε ρέγουλο, τακτοποιώ

    • -Πάνου που τα ντουζινιάρσα πιάσι η βρουχή
ντουζλάς (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. tuzlu = αλατισμένο

  • Το άγονο έδαφος, χώμα που δεν τραβάει (δεν απορροφά το νερό)

Επίσης:
ντουζμπασί

Ετυμολογία: τουρκ. düz = ορθό + başı = κεφάλι

ντουζντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Καταπιάνομαι, ξεκινώ π.χ. μια δουλειά με ενθουσιασμό

    • -Ντούζντζι πάλι η βρουχή! = άρχισε πάλι να βρέχει δυνατά

    • -Πού τ'ς ήβρι μπε τ'ς παράδις; Ντούζντσι μια σπιταρώνα, θηρίου πράμα!
ντούκου (επίρρ.)
  • Πληρωμή τοις μετρητοίς

    • -Του χουράφ' του πλήρουσι ντούκου