Βρέθηκε το λήμμα
νίντρ' (του)
  • Ξύλο ή σίδερο που συνέδεε το αλέτρι με το ζυγό (Στις τρύπες που είχε το «μπόλ'» (βλ. λ.) του αλετριού έμπαινε το «νίντρ'»)

Σχετικές λέξεις
ντέντρ'