Βρέθηκε το λήμμα
τιζιάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tezgâh = πάγκος - αργαλειός

  • Ο καλυμμένος με μάρμαρο πάγκος του καφενείου που περικλείει τον χώρο που λειτουργεί ο καφετζής, μπουφές

Σχετικές λέξεις
ντιζγιάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tesyak

τιζγκιάχ' (του)