Βρέθηκε το λήμμα
ντέρκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dert

  • Ντέρτι, καημός,στενοχώρια, μεράκι

    • -Άι μπρε, λόγιαζι κη δ'λειάς τσ' άσι μι ήσυχ' τσι στου ντέρκι μ'