Βρέθηκε το λήμμα
ντιρέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dırek = μακρύ και χοντρό στήριγμα από ξύλοή από μέταλλο

  • Ο ψηλός άνδρας

    • -Ήντου ένα ντιρέκ' μέχρι έφτου πάνου!