Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. dırek = μακρύ και χοντρό στήριγμα από ξύλοή από μέταλλο
Ο ψηλός άνδρας