Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. derman = δύναμη, θεραπεία, φάρμακο
Ξύλο που ενισχύει