Ετυμολογία: τουρκ.
shareΟ καταφερτζής, αυτός που καταφέρνει να ξεγελάει τους άλλους, απατεώνας
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣύστημα άντλησης νερού από πηγάδι. Αλυσιδωτά δεμένοι κουβάδες (κ'βαδέλια) ανεβοκατέβαιναν με τροχαλία και έριχναν (άδειαζαν) το νερό σε ένα αυλάκι για να ποτίζονται τα μπαχτσ'αβαν'κά. Το ντουλάπ' το γύριζε ένα άλογο
Βήμα, μικρή απόσταση
Ετυμολογία: τουρκ. domuz = γουρούνι + başı = κεφάλι δηλ. γουρουνοκεφαλή
shareΕξόγκωμα ζώου
Καταραμένος, άθλιος
Ετυμολογία: τουρκ. donanma = στόλος, δημόσιος πανηγυρισμός, φωταψία
shareΚάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό αλλά και ανακατωσούρα
Ποτέ σ' αυτόν το ντουνιά (= δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο)
Μικρό ύψωμα στο έδαφος, ντούρμα χωραφιού
Ως επιφών.: έλα τώρα, σταμάτα, μη λές τέτοια
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΨάρι που μοιάζει με την παλαμίδα αλλά είναι κάπως άγευστο
Τρουλωτός, λόφος
Ετυμολογία: τουρκ. tersaçı και dırsek = ανάστροφη κορυφή γωνίας, αγκώνας, γωνία δρόμου
shareΜπαλκόνι, βεράντα
Ο θώρακας, το στήθος
Ετυμολογία: αγγλ. ή γαλλ. drille = φτηνό βαμβακερό ύφασμα
shareΕίδος υφάσματος