ντουλάντα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο καταφερτζής, αυτός που καταφέρνει να ξεγελάει τους άλλους, απατεώνας

    • -Μιγάλ' ντουλάντα είνι τούτους γι άθρουπους!
ντουλάπ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι. Αλυσιδωτά δεμένοι κουβάδες (κ'βαδέλια) ανεβοκατέβαιναν με τροχαλία και έριχναν (άδειαζαν) το νερό σε ένα αυλάκι για να ποτίζονται τα μπαχτσ'αβαν'κά. Το ντουλάπ' το γύριζε ένα άλογο

ντουλγκέρς (ι)
  • Μαραγκός

ντούμ (του)
  • Βήμα, μικρή απόσταση

    • -Ρίξι ένα ντούμ = κάνε ένα βήμα

    • -Ντα ένα ντούμ δρόμους είνι = είναι πολύ κοντά

    • -Ε γκάνου ντούμ απ' έιδου! = δεν το κουνάω από εδώ
ντουμάτσα (η)
  • Η ντομάτα

    • -Ντουμάτσις τσι ντουμάτσις να δεις στου χουράφι τ'!
ντουμούζ μπασί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. domuz = γουρούνι + başı = κεφάλι δηλ. γουρουνοκεφαλή

  • Εξόγκωμα ζώου

ντούμπακας (ι)
  • Κοντός και χοντρός, μικρό εξόγκωμα

    • -Έβγαλι ένα ντούμπακα στου τσιφάλι τ'!
ντούμπανους (ι)
  • Καταραμένος, άθλιος

    • -Φουκιά π' άναψι έφτους ι ντούμπανους ι τουρισμός στ'ς Ουρσιώτις = έχει την έννοια του αναθεματισμένου

    • -Μ'έσκασις πλιά. Ντούμπανου γένι! = σε βαρέθηκα

    • -Ντούμπανο να γίνουν τσι τ' αλώνια τσι του καλό τουν! = η φράση εκφράζει απογοήτευση
ντούμπιους (ι)
  • Ο συμπαγής

ντουναλμάς

Ετυμολογία: τουρκ. donanma = στόλος, δημόσιος πανηγυρισμός, φωταψία

  • Κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό αλλά και ανακατωσούρα

    • -Ντουναλμάς έγινι = έγινε κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό (πχ σε γάμο κ.τ.λ.)
ντούνιαντα (επιφών.)
  • Ποτέ σ' αυτόν το ντουνιά (= δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο)

    • -Ε του βλέπου καλά του ντουβάρ'. Α πεσ' τσ' α μας πλακώσ'!

    • -Ντούνιαντα!
ντούρμα
  1. Μικρό ύψωμα στο έδαφος, ντούρμα χωραφιού

  2. Ως επιφών.: έλα τώρα, σταμάτα, μη λές τέτοια

    • -Του χ'μώνα πήγα σκ' Μυτιλήν' απ' τα πουδάρια!

    • -Ντούρμα!
ντουρμούκ' (του)
  • Ξύλο με καβίλιες για φρεζάρισμα του χωραφιού

ντουρούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ψάρι που μοιάζει με την παλαμίδα αλλά είναι κάπως άγευστο

  2. Τρουλωτός, λόφος

ντουρσέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tersaçı και dırsek = ανάστροφη κορυφή γωνίας, αγκώνας, γωνία δρόμου

  • Μπαλκόνι, βεράντα

ντούσια (τα)
  • Ο θώρακας, το στήθος

    • -Του πικ'νό τουν χκύπ'σα μεσ' τα ντούσια τ' τσι τουν πάστριψα!
ντουσιμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Δρόμος στρωμένος με πέτρες, λιθόστρωτο

ντουτέκ' (του)
  • Ξύλο, ράβδος

    • -έφαγι ντουτέκ'!!!! = έφαγε πολύ ξύλο
ντραμιλτζάνα (η) Βλέπε:
ντρίλ'

Ετυμολογία: αγγλ. ή γαλλ. drille = φτηνό βαμβακερό ύφασμα

  • Είδος υφάσματος

    • -Φουρεσιά απού ντρίλ'
ντρίλινου (του)
  • Φτιαγμένο από «ντρίλ'» (βλ. λ.)

    • -Ντρίλινου πανταλόν'
ντρουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. torba

Βλέπε:
ντρούπ-κιμπί

Ετυμολογία: τουρκ. drup gibi

  • Ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ανάρρωσε

νύχια
  • Στην έκφραση: η ψ'χή μ' κατέβτσι στα νύχια μ' = φοβήθηκα πάρα πολύ.

νυχτουπούλ' (του)
  • μτφ. ο άνθρωπος που ξενυχτά

νώμους (ι)
  • Ο ώμος