Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. dirlik = ζωή, υγεία, ύπαρξη, ευτυχία
Τρώω μεγάλη ποσότητα, μπουχτίζω από φαγητό