Βρέθηκε το λήμμα
ντεπηγιετλίδκου (του)

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. terbiye = διαγωγή

  • Φινετσάτο, εκλεκτικό

    • - Έμ απού μ'κρός μουρό μ' ήσ' (ήσουν) παστρικό τσι ντεπηγιετλίδκου