Βρέθηκε το λήμμα
ουκνός (ι)

Ετυμολογία: μσν. οκνός

  • Ο τεμπέλης, ο φυγόπονος

Σχετικές λέξεις
ντεμπέλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tembel = αργόσχολος, χασομέρης

ντιμπέλ'ς (ι)