Βρέθηκε το λήμμα
ντουζντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Καταπιάνομαι, ξεκινώ π.χ. μια δουλειά με ενθουσιασμό

    • -Ντούζντζι πάλι η βρουχή! = άρχισε πάλι να βρέχει δυνατά

    • -Πού τ'ς ήβρι μπε τ'ς παράδις; Ντούζντσι μια σπιταρώνα, θηρίου πράμα!