Βρέθηκε το λήμμα
ντουζλάς (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. tuzlu = αλατισμένο

  • Το άγονο έδαφος, χώμα που δεν τραβάει (δεν απορροφά το νερό)

Σχετικές λέξεις
τουζλάς