Βρέθηκε το λήμμα
ντουζινιάρου

Ετυμολογία: τουρκ. düzenmek = διορθώνω

  • Φέρνω σε ρέγουλο, τακτοποιώ

    • -Πάνου που τα ντουζινιάρσα πιάσι η βρουχή