Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. düzenmek = διορθώνω
Φέρνω σε ρέγουλο, τακτοποιώ