Βρέθηκε το λήμμα
ντιψίζ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ο δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος, ο αδιάντροπος άνθρωπος

  2. μτφ. ο γυναικάς, ο ερωτιάρης, αυτός που έχει συνέχεια στο μυαλό του τις γυναίκες