Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Ο δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος, ο αδιάντροπος άνθρωπος
μτφ. ο γυναικάς, ο ερωτιάρης, αυτός που έχει συνέχεια στο μυαλό του τις γυναίκες