Βρέθηκε το λήμμα
ντιμπσίγς'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. edepsız = ανάγωγος

  • Ο δύστροπος, ο γρουσούζης, ο ανάποδος άνθρωπος

    • -Ντιμπσίζκου μουρό = δύστροπο, ανάποδο παιδί