Βρέθηκε το λήμμα
ντουγέν' (του)

Ετυμολογία: αρχ. τυκάνη = εργαλείο για αλώνισμα

  • Γεωργικό εργαλείο αλωνίσματος (πλατύ, γύρω στους 70 πόντους, μακρύ, κάπου δύο μέτρα, με ελαφρά γυριστό προς τα πάνω το ένα άκρο, σαν πέδιλο του σκι. Χοντρό 7-8 πόντους κι' από κάτω μπηγμένες κοφτερές χαλικόπετρες. Το έσερναν ζώα και επάνω πατούσε ο αλωνιστής, για να δημιουργεί βάρος, και έτσι θρυμματίζονταν τα στάχυα πιο γρήγορα και πιο στρωτά)

    • -Έλα μπε Γιώργ' να κάτσ'ς κουμμάκ' πα στου ντουγέν' να γυρίσου τ' αλών'…….

    • -Μόλις κάτσι πα στο ντουγέν' πήρε του τζέντρ' τσι τ'ς ζιπιές στα χέρια. Τζιέκσι του ένα βόδ' τ' δίν' μια κλουτσιά του βόδ', τουν πέταξι μεσ' τ' αλών'
Σχετικές λέξεις
αρκανάς (ι)