νταλατζιάζου
  • Φουσκώνει η κοιλιά μου απ' τα πολλά νερά

ντάλγκαβατς (του)
  • Η αλλαγή διάθεσης ή άποψης. Το να πείσεις κάποιον να αλλάξει γνώμη ή στάση για κάτι.

νταλγκαδέλ'
  • υποκορ. της λ. «νταλγκάς»

    • -Έχ' νταλγκαδέλια ι γιαλός (μικρά κύματα)
νταλγκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dalga

  1. Μεγάλη επιθυμία, πόθος, μεράκι

  2. Ποσότητα θαλασσινού νερού που πίνεται ακούσια από κολυμβητή

  3. Κύμα

νταλντ'σμένους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dalmak = βουτώ

  • Αυτός που τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει

νταλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. daldim < dalmak = εισέρχομαι

  1. Βουτώ, καταδύομαι

  2. μτφ. ρίχνομαι με τα μούτρα, με όλες τις δυνάμεις μου

    • -Α νταλντίγς τσ' άμα του πιτίχ'ς του πέτιχις
  3. Τα χάνω, δεν θυμάμαι

    • -Ντάλντσι του μυαλό μ' = σκοτίστηκε το μυαλό μου, τα έχασα
νταλντίτς' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dalgıç = δύτης

  • Θαλασσοπούλι που βουτά με το κεφάλι στο νερό για να πιάσει ψάρια

νταμ (του)

Ετυμολογία: ελλ. & τουρκ.

  • Πρόχειρο αγροτικό κτίσμα, αγροτική καλύβα, αποθήκη, στάβλος

Επίσης:
νταμαρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. damarcı από το damar = φλέβα πετρώματος ή μετάλλου

  • Αυτός που εκμεταλλεύεται ένα «νταμάρι»

νταμγκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Είδος λεκέ (στο ξύλο οι ρόζοι, στα φρούτα και λαχανικά κάποιο σημάδι ή στο ανθρώπινο σώμα ένα σπυρί)

νταμέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «νταμ»

νταμλαλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. damla = σταγόνα, «εκεί που στάζει»

  • Χώρος (απόσταση) μεταξύ δυο σπιτιών, φάρδους 1 μέτρο περίπου για να τρέχουν τα νερά της βροχής

νταμλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. damla = αποπληξία, συγκοπή, έντονη έκπληξη

  • Ζαλάδα, εγκεφαλική προσβολή

    • -Τούρθι νταμλάς!
Επίσης:
νταμουτό (του)
  • Καρό ύφασμα

νταμπάν γιάρ

Ετυμολογία: τουρκ. taban = δάπεδο + yer = τόπος

Βλέπε:
νταμπάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taban = δάπεδο

  • Ξύλινο πάτωμα σπιτιού

νταμπάνα (η)
  • Επίπεδο-ίσιο έδαφος (βλ. και λ. «ταμπάν'»)

    • -Νταμπάνα χουράφ'
νταμπανουβιλόνα (η)
  • Μεγάλη πρόκα για πατώματα

νταμπανουμένου σπίκ'
  • Σπίτι με ξύλινο πάτωμα

νταμπανώνου
  • Κατασκευάζω πάτωμα

νταμπετέρ

Ετυμολογία: τουρκ. daha beter

  • Της ίδιας κακής ποιότητας

    • -Να πάρου τούτουνα για τ' άλλου;

    • -Νταμπετέρ = τα ίδια χάλια
νταμπλάς Βλέπε:
νταναγκίζου
  • Παρατηρώ, προστατεύω κάτι, βάζω πλάτη ή ώμο να μην πέσει κάτι.

    • -ντανάκ'στουν = κοίταξέ τον(π.χ. να δεις αν έρχεται)
ντανάλια (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Τσιμπίδα, εργαλείο για ξεκάρφωμα, βγάλσιμο δοντιών κ.τ.λ.

ντανάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dana

  • Μοσχάρι, μικρός ταύρος

ντανιάζου
  • Μαζεύω πράγματα σε σωρό

νταντ'σμένους (ι)
  • Ο ζαλισμένος, ο χαμένος

νταντέλα (η)
  • Δαντέλα

ντάρα (η)
  • Το απόβαρο

νταρμανταγάν'

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σκόρπισμα, διάλυση, άνω κάτω

    • -Έπιασι μια βρουχή τσ' ούλα γίνκασ' νταρμανταγάν'

    • -Πήρασ' νταρμανταγάν' = σκόρπισαν
νταρνταχόσ' (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Άνω - κάτω, Πολλά κομμάτια

    • -Του χαλάζ' έκανι κη στσιπή νταρνταχόσ'!
ντασμαδούρ' (του)
  • Μικρή κοινόχρηστη βρύση

ντασμάς (ι) Βλέπε:
νταστανίζου
  • Χαϊδολογώ, περιποιούμαι μωρό.

ντάσταντα
  • Επιφώνημα χορού.

    • -Ντάσταντα χουρεύγαν του,

    • τρεις του προυξινέβγαν του
ντάχτιρντι (επιφών.)
  • Επαναλαμβανόμενο:

    • -Ντάχτιρντι τσι ντάχτιρντι = τραγουδιστά και κουνώντας το μωρό το ηρεμείς από κλάμα, γκρίνια κ.τ.λ.
νταχτιρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Νανουρίζω, χαϊδολογώ μωρό

ντεγμιντέ Βλέπε:
ντέδα (επίρρ.)
  • Έλα (με την έννοια του ‘πρόσεξε')

ντεεεεεε

Ετυμολογία: τουρκ.

  • (προτρεπτικό μόριο) = εμπρός, λοιπόν. Παράγγελμα - εντολή στο υποζύγιο (μουλάρι-γάιδαρο) να προχωρήσει

Ντελή Μάρτης

Ετυμολογία: τουρκ. deli = τρελός

  • Παλαβός Μάρτης (λόγω αστάθειας του καιρού)

ντεληβουριάς

Ετυμολογία: τουρκ. deli = τρελός

  • Τρελός βοριάς

ντελής

Ετυμολογία: τουρκ. deli

  • Τρελός

ντέλουμι
  • Παιδεύομαι

    • -Ντέλουμι ούλ' κ' μέρα μέσ' τα χουράφια τσι συ έχ'ς τα θ'κάς σ' = παιδεύομαι όλη τη μέρα μέσα στα χωράφια και σύ απαιτείς, ενοχλείς, κοιτάς την πάρτη σου, είσαι στον κόσμο σου.
ντεμιντέ
  • Απίθανο

    • -Παλαμίδα ρέγισι, ντεμιντέ κουλιό να φας = ούτε κολιό πρόκειται να φας (δηλ. είναι απίθανο να φας)
Επίσης:
ντεμιρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. demırcı < demır = σίδηρος

  • Σιδηρουργός

Επίσης:
ντεμπέλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tembel = αργόσχολος, χασομέρης

Βλέπε:
ντεμπηγιέ
  • Ο έλεγχος, το κουμάντο

    • -Ε τουν κάνου ντεμπηγιέ = δεν τον κάνω κουμάντο
ντέμπλα (η)
  • βλ. λ. «τέμπλα»

ντένγκ' (του)
  • Δέμα καπνού 40-50 κιλών. Το έντυναν από τις τρεις πλευρές με πανί (μπούρδα) για να μη σκορπάει και το έδεναν με καπνόσπαγκο