Η αλλαγή διάθεσης ή άποψης. Το να πείσεις κάποιον να αλλάξει γνώμη ή στάση για κάτι.
Ετυμολογία: τουρκ. dalga
shareΜεγάλη επιθυμία, πόθος, μεράκι
Ποσότητα θαλασσινού νερού που πίνεται ακούσια από κολυμβητή
Κύμα
Ετυμολογία: τουρκ. dalmak = βουτώ
shareΑυτός που τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει
Ετυμολογία: τουρκ. daldim < dalmak = εισέρχομαι
shareΒουτώ, καταδύομαι
μτφ. ρίχνομαι με τα μούτρα, με όλες τις δυνάμεις μου
Τα χάνω, δεν θυμάμαι
Ετυμολογία: τουρκ. dalgıç = δύτης
shareΘαλασσοπούλι που βουτά με το κεφάλι στο νερό για να πιάσει ψάρια
Ετυμολογία: τουρκ. damarcı από το damar = φλέβα πετρώματος ή μετάλλου
shareΑυτός που εκμεταλλεύεται ένα «νταμάρι»
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΕίδος λεκέ (στο ξύλο οι ρόζοι, στα φρούτα και λαχανικά κάποιο σημάδι ή στο ανθρώπινο σώμα ένα σπυρί)
Ετυμολογία: τουρκ. damla = σταγόνα, «εκεί που στάζει»
shareΧώρος (απόσταση) μεταξύ δυο σπιτιών, φάρδους 1 μέτρο περίπου για να τρέχουν τα νερά της βροχής
Ετυμολογία: τουρκ. daha beter
shareΤης ίδιας κακής ποιότητας
Παρατηρώ, προστατεύω κάτι, βάζω πλάτη ή ώμο να μην πέσει κάτι.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣκόρπισμα, διάλυση, άνω κάτω
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΆνω - κάτω, Πολλά κομμάτια
Επαναλαμβανόμενο:
Ετυμολογία: τουρκ.
share(προτρεπτικό μόριο) = εμπρός, λοιπόν. Παράγγελμα - εντολή στο υποζύγιο (μουλάρι-γάιδαρο) να προχωρήσει
Παιδεύομαι
Δέμα καπνού 40-50 κιλών. Το έντυναν από τις τρεις πλευρές με πανί (μπούρδα) για να μη σκορπάει και το έδεναν με καπνόσπαγκο