Βρέθηκε το λήμμα
ντουζέν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. düzen

  1. Τάξη, σειρά, αλφαδιά

    • -Μόλις τάβαλα στου ντουζέν' χάλασι η δ'λειά!
  2. μτφ. ομορφιά, κέφια (στον πληθ. ντουζένια)

    • -Τι ντουζένια είνι τούτα, ε Γιώργ'! = τι ομορφιές

    • -Είνι στα ντουζένια τ' = είναι στα κέφια του