Ετυμολογία: αρχ. τυκάνη = εργαλείο για αλώνισμα
Γεωργικό εργαλείο αλωνίσματος (πλατύ, γύρω στους 70 πόντους, μακρύ, κάπου δύο μέτρα, με ελαφρά γυριστό προς τα πάνω το ένα άκρο, σαν πέδιλο του σκι. Χοντρό 7-8 πόντους κι' από κάτω μπηγμένες κοφτερές χαλικόπετρες. Το έσερναν ζώα και επάνω πατούσε ο αλωνιστής, για να δημιουργεί βάρος, και έτσι θρυμματίζονταν τα στάχυα πιο γρήγορα και πιο στρωτά)