Βρέθηκε το λήμμα
ντέντρα
  1. Το μωρό που πρωτοστέκει όρθιο.

    • -Έκανι σήμιρα ντέντρα του μουρέλι μ'!
  2. Ειρωνικά για μεγάλους, που στέκονται όρθιοι άσκοπα.