Βρέθηκε το λήμμα
μπιζιρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bezmek

  • Αποκάμνω, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, βαριέμαι, δυσκολεύομαι, κάνω κάτι ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες και επιτυγχάνοντας τελικά το σκοπό μου

    • -Μπιζέρσα να βρω του τυρουκουμείου τ' Λιμουνή, μ'ντά.

    • -Μπιζέρσα ίσαμι να τα ξιμπιρδέψου