Βρέθηκε το λήμμα
μπιλιντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bildirmek = γνωστοποιώ

  • Ξεκαθαρίζω, ξεχωρίζω, ακούω ευκρινώς, διακρίνω

    • -Άμα έφταξα σκη Φόν'σσα, μπιλιτίζαν γι' φουνές παστρικά