Βρέθηκε το λήμμα
μπιντούδα (η)
  • Μονάδα μέτρησης κέρδους σε παιδικό παιχνίδι. Πόντος σε διάφορα παιχνίδια που παίζονταν χωρίς χρηματικό αντίτιμο, κάτι άνευ αξίας

    • -Έχου πιο πουλλές μπιντούδις.

    • -Ε φαντάζουμι να παίζιτι παράδις; -Όχ μπε, μπιντούδις παίζουμι.

    • -Είπαμι να μ'λήξουμι σουβαρά. Ντα, μπιντούδις α λέμι; (ή α φτάνουμι;)
Σχετικές λέξεις
πιντούδις (οι)