Ετυμολογία: τουρκ.
shareΌ,τι μένει στο χωράφι ή το δένδρο μετά την κανονική συγκομιδή γεωργικών προϊόντων. Απομεινάρια
Ετυμολογία: τουρκ. başarmak
shareΚαταφέρνω
Ετυμολογία: τουρκ. basma = ύφασμα με τυπωμένα σχέδια
shareΕίδος υφάσματος (ο χασές)
Ποικιλία καπνού από την ανατολή, όπου υπήρχε και ομώνυμος τόπος
Ετυμολογία: τουρκ. maştrapa και maşraba και maşrapa
shareΓυάλινη κανάτα νερού ή κρασιού
Τετραπλό μονοκόμματο αγκίστρι, ειδικό για να πιάνει χταπόδια. Το δόλωμα ρίχνεται στον πάτο
Ετυμολογία: τουρκ. batak
shareΒούρκος, βάλτος
Κακοπληρωτής
Ετυμολογία: τουρκ. batakçı
shareΑυτός που αποφεύγει συστηματικά να πληρώσει τα χρέη του
Με παίρνει η κάτω βόλτα, δεν αντέχω άλλο
Ετυμολογία: μσν. Μπας > μπας και > μπάτσι (με τσιτακισμό) < αρχ. Μήπως
shareΜήπως
Κάνω σε κάποιον ό,τι μου έκανε ή κάτι παρόμοιο, ώστε να είμαστε στα ίσα, να «μπατσίσουμι»
Ετυμολογία: τουρκ.
shareμτφ. η αφθονία των χόρτων την άνοιξη
Ετυμολογία: τουρκ. bahçe = περιβόλι + bahçevan = κηπουρός
shareΧορταρικά, κηπευτικά, λαχανικά, μαναβικά
Ετυμολογία: τουρκ. bahçıvan = κηπουρός, περιβολάρης
shareΟ μανάβης, αυτός που έχει μπαχτσέ
Ετυμολογία: τουρκ. be
shareΒρε, μωρέ, ρε
Ετυμολογία: τουρκ. bel = μέση
shareΤύπος μυτερού φτυαριού για βαθύ σκάψιμο (το πατάς με το πόδι σου και το σπρώχνεις προς τα κάτω)
Ετυμολογία: τουρκ. belli = φανερό, σίγουρο
shareΤα δύσκολα