μπας - τσαούιγς

Ετυμολογία: τουρκ. Başçavuş

  • Επιλοχίας του τουρκικού στρατού

μπασαράς
  • Αρρώστια που χτυπά τα καπνά.

μπασιάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ό,τι μένει στο χωράφι ή το δένδρο μετά την κανονική συγκομιδή γεωργικών προϊόντων. Απομεινάρια

    • -Μαζεύγαμι μπασιάκ', κουρούκ' τσι βαλανίδ'
μπασιαρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. başarmak

  • Καταφέρνω

    • -Στου χκίσμου έ τα μπασιαρντίζου τσι πουλύ καλά!
μπάσιους (ι)
  • Προφορικό συμβόλαιο

μπασκί (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ποσότητα ελαιοκάρπου για έκθλιψη

μπασμά χαλβάς

Ετυμολογία: τουρκ. basma = πατημένος + helva = χαλβάς

  • Είδος γλυκού (Τηγανόπ'τα)

μπασμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. basma = ύφασμα με τυπωμένα σχέδια

  1. Είδος υφάσματος (ο χασές)

  2. Ποικιλία καπνού από την ανατολή, όπου υπήρχε και ομώνυμος τόπος

μπαστραμπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. maştrapa και maşraba και maşrapa

  • Γυάλινη κανάτα νερού ή κρασιού

μπατ'κό (του)
  • Τετραπλό μονοκόμματο αγκίστρι, ειδικό για να πιάνει χταπόδια. Το δόλωμα ρίχνεται στον πάτο

μπατάκ'

Ετυμολογία: τουρκ. batak

  1. Βούρκος, βάλτος

  2. Κακοπληρωτής

    • -Μη τ' δίν'ς δαν'κά. Είνι μιγάλου μπατάκ!
μπατακτσής Βλέπε:
μπατάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. battal = κάτι το άχρηστο, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο

  • Χρησιμοποιείται για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο

Επίσης:
μπαταχτσής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. batakçı

  • Αυτός που αποφεύγει συστηματικά να πληρώσει τα χρέη του

Επίσης:
μπατζά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. baca = καμινάδα

Βλέπε:
μπατζανέμ' (του) Βλέπε:
μπατκώνου Βλέπε:
μπατόλια (η) Βλέπε:
μπατουνιάρου
  • Με παίρνει η κάτω βόλτα, δεν αντέχω άλλο

    • -Τσείνου πλια, κάκ' καλός ήντου, τουν ήβρι τσι τούτου του κακό, μπατουνιάρσι για τα καλά γι άθρουπους!
μπατς τσι πόστα
  • βλ. φρ. «πας τσι πόστα»

μπατσ'νάτου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με κόκκινη και μαύρη μούρη

μπάτσι (σύνδ)

Ετυμολογία: μσν. Μπας > μπας και > μπάτσι (με τσιτακισμό) < αρχ. Μήπως

  • Μήπως

    • -Μπάτσι θαρρείς πως….. = μήπως νομίζεις πως……

    • -Μπάτσ' ήρθι ι γιό σ' σήμιρα; Άκ'σα σ'αματά
μπατσιά (η)
  • Χαστούκι

μπατσίζου
  • Κάνω σε κάποιον ό,τι μου έκανε ή κάτι παρόμοιο, ώστε να είμαστε στα ίσα, να «μπατσίσουμι»

μπατσνουγυρίζου
  • Χαστουκίζω κάποιον και στα δύο μάγουλα.

μπάτσους (ι)
  • Χαστούκι

μπαφίρα (η)
  • Κουβέντα, συνομιλία, φλυαρία

    • -Πιάσαμι κ' μπαφίρα τσι πέρασι γ' ώρα!
μπαφιρεύγου
  • Κουβεντιάζω για να περάσει η ώρα, φλυαρώ

μπαχάρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • μτφ. η αφθονία των χόρτων την άνοιξη

    • -Είχαμι πουλλά μπαχάρια φέτους!
μπαχατουριά (η)
  • Η ζημιά, η βρομοδουλειά, η πονηριά

μπαχσίς (του) Βλέπε:
μπαχτσ'αβαν'κά (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. bahçe = περιβόλι + bahçevan = κηπουρός

  • Χορταρικά, κηπευτικά, λαχανικά, μαναβικά

μπαχτσα'βάν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bahçıvan = κηπουρός, περιβολάρης

  • Ο μανάβης, αυτός που έχει μπαχτσέ

μπαχτσές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bahçe

  • Περιβόλι, λαχανόκηπος

μπαχτσιδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «μπαχτσές»

μπγάδα (η) Βλέπε:
μπγαδέλους (ι)
  • υποκορ. της λ. «μπγάς»

μπγάς (ι)
  • Νεαρό αρσενικό μοσχάρι

μπγυώνου

Ετυμολογία: εν + πύον + ώνω (κατάλ.) > εμπυώνω > μπγυώνου

  • Γεμίζω πύον

Επίσης:
μπε

Ετυμολογία: τουρκ. be

  • Βρε, μωρέ, ρε

    • -Άι μπε τσι συ = Άιντε βρε

    • -Κόπιασι μπε να φάμι = Έλα να φάμε
μπεζεβέγκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. pezevenk

  • Αχρείος, μασκαράς, παλιάνθρωπος

Επίσης:
μπέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bel = μέση

  • Τύπος μυτερού φτυαριού για βαθύ σκάψιμο (το πατάς με το πόδι σου και το σπρώχνεις προς τα κάτω)

μπελί

Ετυμολογία: τουρκ. belli = φανερό, σίγουρο

  • Τα δύσκολα

    • Φρ.:Δανά είνι του μπελί = τώρα είναι τα δύσκολα
μπέμπελη (η)
  1. Ιλαρά

  2. Αφόρητη ζέστη

    • Φρ: «βγάζω τη μπέμπελη» = σκάω από τη ζέστη
Επίσης:
μπεν - μιξ

Ετυμολογία: γαλλ. bains-mixtes

  • Κοινά (για άντρες και γυναίκες) θαλάσσια μπάνια

μπερεκέτ' (του) Βλέπε:
μπερεκετλής Βλέπε:
μπερκέτικος (ο) Βλέπε:
μπέρμπελη (η) Βλέπε: