Βρέθηκε το λήμμα
μπιλμέμ

Ετυμολογία: τουρκ. bilmem

  1. Δεν ξέρω (απάντηση σε ερώτηση)

    • -Τουν ξέρ'ς τούτου τουν άθρουπου;

    • -Μπιλμέμ = δεν τον ξέρω
  2. Ανήξερος

    • -Μη φτάν'ς (κάνεις) του μπιλμέμ = τον ανήξερο