Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bınmek = καβαλάω
Βάζω κάποιον πάνω στους ώμους μου, καβάλα