Βρέθηκε το λήμμα
μπίνια

Ετυμολογία: τουρκ. bınmek = καβαλάω

  • Βάζω κάποιον πάνω στους ώμους μου, καβάλα

    • -Κάντου μπε μπίνια του μουρό να σταμακήσ' του κλιάμα!